φούρια, η, ουσ.
[<ιταλ. furia (= τρέλα)]. 1. η μεγάλη
βιασύνη, η σπουδή, να προλάβει, να τελειώσει κανείς κάτι: «όποιος δουλεύει με
φούρια, μπορεί να κάνει και τσαπατσουλιές». 2. ορμητική και βιαστική
κίνηση: «έκλεισε με φούρια την πόρτα κι έφυγε || μπήκε στο δωμάτιο με φούρια,
άρπαξε την τσάντα του κι έφυγε». (Λαϊκό τραγούδι: να ’τος έρχεται με φούρια
και με κουστουμιά καινούρια)·
-
είναι στις φούριες του, βλ. φρ. έχει φούριες·
-
έχει φούριες, είναι απασχολημένος με πολλές ασχολίες και πιέζεται,
βιάζεται να προλάβει να τις τελειώσει: «στο τέλος του μηνός παντρεύει την κόρη
του κι έχει φούριες»·
- με πιάνει (η) φούρια ή με πιάνουν (οι) φούριες, ενεργώ
με μεγάλη βιασύνη: «όλη τη μέρα τεμπέλιαζε και τώρα τον έπιασαν οι φούριες να
τελειώσει τη δουλειά». Συνών. με πιάνει (η) πρεμούρα (α) / με πιάνει (η)
χεζούρα (β) / με πιάνει κόψιμο (γ).