αγίνωτος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + γινωμένος], αγίνωτος, άγουρος: «τα σταφύλια είναι ακόμα αγίνωτα»·
-
γίνεται το αγίνωτο, λέγεται
στην περίπτωση που συμβαίνει κάτι σε υπερβολικό βαθμό, που μας δημιουργεί
έκπληξη ή κατάπληξη καλή, ιδίως κακή, από τη στιγμή που μπόρεσε να γίνει, να
συμβεί: «τα τελευταία χρόνια υπάρχει τέτοια απατεωνιά, που γίνεται το αγίνωτο».