φούμο, το κ.
φούμος, ο, ουσ. [<μσν. φούμος <λατιν. fumus (= καπνός)]. 1. η καπνιά,
η αιθάλη: «τα μπουριά της σόμπας γέμισαν φούμο». 2. μαύρη μπογιά: «οι
κομάντος έβαψαν με φούμο τα πρόσωπά τους κι έγιναν ένα με τη νύχτα». (Λαϊκό
τραγούδι: κυρ-τζίτζικα εβάψαμε με φούμο δυο αχτίδες. Τα χέρια μας
εκάψαμε κι οι άλλοι, μην τους είδες).3. η αρνητική ψήφος, το
μαύρο, το μαύρισμα: «δεν κατεβαίνει στις εκλογές, γιατί φοβάται το φούμο»·
-
του ρίχνω φούμο, βλ. συνηθέστ. του ρίχνω μαύρισμα, λ. μαύρισμα·
-
τρώω φούμο, βλ. συνηθέστ. τρώω μαύρισμα.