φόρτωμα, το, ουσ. [<μσν. φόρτωμα], το φόρτωμα. 1. το
φορτίο: «τι φόρτωμα έχεις στην καρότσα τ’ αυτοκινήτου σου;». 2. το
φορτίο που φορτώνει κανείς κάθε φορά: «υπολογίζω τρία φορτώματα ακόμα για να
τελειώσω τη μεταφορά». 3. δυσβάσταχτο βάρος, δυσβάσταχτη ενόχληση: «αμάν,
Θεέ μου! Τι φόρτωμα κι αυτό απ’ αυτόν άνθρωπο!». 4. η φόρτιση: «θα ’ρθω
μόλις τελειώσω με το φόρτωμα της μπαταρίας τ’ αυτοκινήτου μου»·
-
μου ’γινε φόρτωμα, μου έγινε πολύ φορτικός, πολύ ενοχλητικός: «απ’ τη
μέρα που τον γνώρισα, μου ’γινε φόρτωμα αυτός ο άνθρωπος και δεν μπορώ ν’
απαλλαγώ».