φόρτε, το, άκλ.
ουσ. [<ιταλ. forte], το φόρτε. 1. η
ιδιαίτερη ικανότητα κάποιου σε κάτι: «είναι καλός μαθητής, αλλά το φόρτε του
είναι τα μαθηματικά || είναι καλός χορευτής, αλλά το φόρτε του είναι το
αργεντινό ταγκό». 2. η δύναμη, η ένταση: «το φόρτε της αντρικής ηλικίας
είναι γύρω στα τριανταπέντε». Από τη μουσική ορολογία·
- βάζω το φόρτε μου, ενεργοποιώ το σύνολο των δυνάμεών
μου για την επίτευξη κάποιου σκοπού, βάζω τα δυνατά μου: «έβαλε το φόρτε του,
για να παραδώσει τη δουλειά στην ημερομηνία που είχε υποσχεθεί»·
- βρίσκεται στο φόρτε του (της), βλ. φρ. είναι στο φόρτε του (της)·
-
βρίσκεται στο φόρτε του (της) (κάτι), βλ. φρ. είναι στο φόρτε του
(της) (κάτι)·
-
είναι πάνω στο φόρτε του (της), βρίσκεται πάνω στη ζωτικότητά του, στη
δημιουργικότητά του: «τώρα που είναι πάνω στο φόρτε του, προσπαθεί να
δημιουργήσει και για την υπόλοιπη ζωή του»· βλ. και φρ. είναι στο φόρτε του·
-
είναι στο φόρτε του (της), α. βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης
ευφορίας και για το λόγο αυτό έχει την ικανότητα να γίνεται ευχάριστος και
διασκεδαστικός στην παρέα, παρασέρνοντάς την πολλές φορές στο δικό του ρυθμό:
«όταν είναι στο φόρτε του αυτός ο άνθρωπος, μας κάνει και ξεραινόμαστε στα
γέλια || ελάτε, γιατί η τάδε είναι στο φόρτε της κι άρχισε να χορεύει
τσιφτετέλι πάνω στο τραπέζι». β. βρίσκεται σε πολύ καλή ψυχική διάθεση
και για το λόγο αυτό έχει υψηλή απόδοση σε αυτό που κάνει: «όταν είναι στο
φόρτε του ο μηχανικός μου, κάνει την καλύτερη δουλειά». Συνών. έχει ρέντα /
είναι στις φόρμες του·
-
είναι στο φόρτε του (της) (κάτι), είναι σε μεγάλη ένταση, είναι στην
αποκορύφωσή του κάτι: «κοντά στα μεσάνυχτα το πάρτι ήταν στο φόρτε του || το
καλοκαίρι στα νησιά η δουλειά είναι στο φόρτε της»·
-
έχω φόρτε, έχω μεγάλη επιτυχία, μεγάλες επιτυχίες, ιδίως στο άλλο φύλλο:
«χτες βράδυ στο πάρτι είχες μεγάλο φόρτε». (Λαϊκό τραγούδι: λοξό μπερέ πάντα
φορούν και γελαστά κυκλοφορούν κι έχουν μεγάλο φόρτε, να ξεμυαλίζουνε
καρδιές, να κάνουν μ’ όλες κόρτε)·
-
πάνω στο φόρτε της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
-
στο φόρτε, στο μέγιστο βαθμό της δύναμης ή της έντασης: «γύρω στα
τριανταπέντε ο άντρας βρίσκεται στο φόρτε της δημιουργικότητάς του || η
τηλεόραση έπαιζε στο φόρτε || τα καλοριφέρ έκαιγαν στο φόρτε».