φόρος, ο, ουσ.
[ <αρχ. φόρος <φέρω], ο φόρος·
-
βαρύς φόρος αίματος, βίαιος θάνατος πολλών συνήθως ανθρώπων: «κάθε
Σαββατοκύριακο πληρώνουμε βαρύ φόρο αίματος στην άσφαλτο || η Ελλάδα πλήρωσε
βαρύ φόρο αίματος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου»·
-
δεν πληρώνει φόρο (ενν. αυτός που μιλάει), βλ. φρ. μήπως φόρο
πληρώνει(;)·
-
μήπως φόρο πληρώνει; (ενν. αυτός που μιλάει), λέγεται ειρωνικά για
κάποιον που μιλάει συνεχώς επί παντός επιστητού ή που δεν παύει να λέει συνεχώς
ανοησίες: «όταν ανοίγει το στόμα του μιλάει με τις ώρες. -Μήπως φόρο πληρώνει;»·
-
φόρος βλακείας, λέγεται για οικονομική ή άλλη ζημιά που υφίσταται
κάποιος από καθαρή απερισκεψία του: «επειδή είναι επιπόλαιος, δε σιγουρεύει
καλά τη δουλειά που κάνει και κάθε τόσο πληρώνει φόρο βλακείας»·
-
φόρος τιμής, η απόδοση τιμής σε κάποιον από την επίσημη πολιτεία για τη
μεγάλη του προσφορά στην πατρίδα: «οι νεοέλληνες αποτίνουν πάντα φόρο τιμής σε
όλους όσοι έπεσαν για την ελευθερία της πατρίδας μας».