φοράδα, η, ουσ.
[<μσν. φοράδα, από την αιτιατ. του ουσ. φοράς <αρχ. φορβάς, με
ανομοιωτική αποβολή του β], η φοράδα. α. (υποτιμητικά) μεγαλόσωμη και
άχαρη γυναίκα, η αλόγα: «η μικρή του η κόρη είναι μια χαρά κοριτσάκι, αλλά η
μεγάλη είναι πολλή φοράδα». (Τραγούδι: κι άσε που θυμάμαι τη νονά μου τη φοράδα
που ’ρχόταν κάθε Πάσχα να μου φέρει τη λαμπάδα).β. εκστομίζεται
και ως βρισιά σε γυναίκα: «ουστ από δω, μουρή φοράδα!»·
-
γριά φοράδα, κόκκινο σαλβάρι, βλ. λ. γριά·
-
χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι, λέγεται ειρωνικά για γεγονός που δεν
ενδιαφέρει κανέναν ή που είναι εντελώς ασήμαντο: «αύριο θα ’ρθει απ’ το
εξωτερικό ο φίλος του τάδε. -Χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι». Συνών. κάτι τρέχει
στα γύφτικα / χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί.