φόρα2, η, ουσ. [<λατιν. fora, πλ. του ουσ. forum (= αγορά)], ιδίως σύνθετο στις
παρακάτω φράσεις. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
-
βγάζω στα φόρα, βλ. συνηθέστ. βγάζω στη φόρα·
-
βγάζω στη φόρα, φανερώνω, αποκαλύπτω δημόσια τις κακές ή τις επιλήψιμες
πράξεις κάποιου: «εμένα μη μου κάνεις τον καλό και τον τίμιο, γιατί θα βγάλω
στη φόρα όλες τις πομπές σου και τότε δε θα ξέρεις πού να κρυφτείς!». (Λαϊκό
τραγούδι: θα στα βγάλω όλα στη φόρα, της αλήθειας ήρθε η ώρα).
Από το ότι στην αρχαία αγορά όπου γίνονταν οι δημόσιες συζητήσεις, δεν έμενε
τίποτε κρυφό για κανέναν·
-
βγάζω τ’ άπλυτά του στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
-
βγαίνω στα φόρα, βλ. συνηθέστ. βγαίνω στη φόρα·
-
βγαίνω στη φόρα, έρχονται στο φως, αποκαλύπτονται δημόσια οι κακές ή οι
επιλήψιμες πράξεις μου: «αν καταθέσει ο τάδε στη δίκη, θα βγουν στη φόρα όλες
οι λοβιτούρες μου». Σπάνια ακούγεται και βγαίνω στα φόρα·
-
βγαίνουν τ’ άπλυτά μου στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
-
του βγάζω τ’ άπλυτα στη φόρα, βλ. λ. άπλυτα·
-
του τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. φρ. του τα ’πα φάτσα φόρα·
-
του τα ’πα φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- φάτσα φόρα, βλ. λ. φάτσα·
- φόρα κουμπούρι! βλ. λ. κουμπούρι·
- φόρα μαχαίρι! βλ. λ. μαχαίρι·
- φόρα σπαθί! βλ. λ. σπαθί.