φόλα, η,
ουσ. [<μσν. φόλα <μτγν. φόλλις <λατιν. follis]. 1.
δηλητηριασμένο κομμάτι τροφής για τη θανάτωση ζώων, ιδίως αδέσποτων σκυλιών:
«έδωσαν φόλα στο σκυλί του και ψόφησε». 2. το ψέμα, το δόλωμα:
«καταλάβαμε αμέσως πως αυτά που μας έλεγε ήταν φόλα». (Τραγούδι: τα λεφτά τα
λεφτά, ποιος τ’ ανακάλυψε, τα λεφτά τα λεφτά, την πορτοφόλα, τα λεφτά τα λεφτά,
και μας παράλειψε, τι παθαίνει ο άνθρωπος με του παρά τη φόλα). 3.
γυναίκα πολύ άσχημη: «πώς παντρεύτηκε αυτή τη φόλα αυτό τ’ ομορφόπαιδο, ακόμα
δεν μπορώ να καταλάβω!». 4. κακό καλλιτεχνικό θέαμα: «μην πας να δεις το
τάδε έργο, γιατί πιο φόλα δεν υπάρχει»·
-
αρπάζω τη φόλα, βλ. φρ. τρώω τη φόλα·
-
βάζω φόλα, βλ. φρ. ρίχνω φόλα·
- είναι φόλα, είναι φανατικός οπαδός μιας αθλητικής ομάδας, ιδίως
ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, ή υποστηρίζει φανατικά ένα πολιτικό κόμμα: «ο τάδε είναι
φόλα παόκι || μην πεις τίποτα εναντίον του κομμουνισμού, γιατί είναι φόλα Κάπα
Κάπα»·
-
καταπίνω τη φόλα, βλ. φρ. τρώω τη φόλα·
- μασάω τη φόλα, βλ. φρ. τρώω τη φόλα·
-
ρίχνω φόλα, χρησιμοποιώ κάποιο ειδικό μέσο ως δόλωμα για να εξαπατήσω,
να ξεγελάσω κάποιον: «του ’ριξαν φόλα την γκόμενα που του ’κανε την ερωτευμένη,
και του ’φαγαν τα λεφτά»·
-
τρώω τη φόλα, εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι από το μέσο που χρησιμοποίησε
κάποιος ή κάποιοι σε βάρος μου ως δόλωμα: «είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος και δεν
τρώει φόλα από κανένα». (Τραγούδι: χρόνια πολλά στα παιδιά που δεν τρώνε
τη φόλα, χρόνια πολλά στα παιδιά που τα θέλουνε όλα).