φοινίκι, το, ουσ. [<αρχ. φοινίκιον, υποκορ. του αρχ. φοῖνιξ].
1. είδος μελομακάρονου: «τις γιορτές των Χριστουγέννων η μάνα μου
αγόρασε ένα σωρό φοινίκια». 2. ο χουρμάς·
-
ξηγιέμαι ένα φοινίκι, βλ. φρ. ρίχνω ένα φοινίκι·
- ρίχνω ένα φοινίκι, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη:
«κάθε πρωί, πριν φύγω απ’ το σπίτι, ρίχνω ένα φοινίκι την κυρά μου». Συνών. ρίχνω
ένα μανίκι / ρίχνω ένα φισέκι / ρίχνω ένα φιστίκι·
-
τραβώ ένα φοινίκι, βλ. φρ. ρίχνω ένα φοινίκι.