φοβέρα, η,
ουσ. [<μσν. φοβέρα <φοβερίζω (υποχωρητ.)], οτιδήποτε λέγεται ή γίνεται
για να προκαλέσει φόβο, η απειλή, ο εκφοβισμός: «αγρίεψέ τους λίγο, γιατί χωρίς
φοβέρα δε λένε να δουλέψουν». (Λαϊκό τραγούδι: βρε μάγκα, σπάσε και κάνε
πέρα, δε σε γουστάρω, δε σ’ αγαπώ· άσε τα λούσα και τη φοβέρα κι εγώ
μαζί σου δεν περπατώ // η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, δεν τη σκιάζει φοβέρα
καμιά, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά (Στρατιωτικό
εμβατήριο)·
-
κι ο άγιος θέλει φοβέρα, υπάρχουν περιπτώσεις, που για την
πραγματοποίηση κάποιου σκοπού απαιτείται υποχρεωτικά σκληρή ή επιθετική τακτική
ακόμη και σε κείνους που είναι καλοί ή πρόθυμοι να μας βοηθήσουν: «πήγε και του
τα ’ψαλε του υπουργού που δεν έδωσε ακόμη την εντολή να ασφαλτοστρωθεί ο
δρόμος, γιατί κι ο άγιος θέλει φοβέρα».