ατμός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀτμός], ο ατμός·
- βγάζει
ατμούς, κατέχεται από μεγάλο θυμό, από μεγάλη οργή, είναι πολύ θυμωμένος,
πολύ οργισμένος: «μην τον πειράζεις καθόλου, γιατί έχασε η ομάδα του το πρωτάθλημα
και βγάζει ατμούς». Συνών. βγάζει αφρούς (απ’ το στόμα του)·
- είμαι
υπ’ ατμόν, είμαι πανέτοιμος για ξεκίνημα, για δράση: «πέρνα να με πάρεις όποια
ώρα θέλεις, γιατί θα είμαι υπ’ ατμόν»·
- τον
έχω υπ’ ατμόν, τον έχω πανέτοιμο για ξεκίνημα, για δράση: «πέρνα να τον
πάρεις τώρα, γιατί τον έχω υπ’ ατμόν». Από την εικόνα των παλιών βαποριών και
αμαξοστοιχιών που είχαν ως κινητήρια δύναμη τον ατμό.