φλου,
άκλ. επίθ. [<γαλλ. flou]. 1. που είναι θαμπός, που δεν έχει
προσδιορισμένο περίγραμμα: «η φωτογραφία βγήκε φλου». 2. (για λόγια),
που δεν είναι σαφή, τα διφορούμενα, τα μασημένα: «δεν μπόρεσα να καταλάβω τι
έλεγε, γιατί μιλούσε φλου». 3. (για ραντεβού) που δεν είναι σίγουρο, συγκεκριμένο,
που είναι αόριστο: «δώσαμε ένα φλου ραντεβού για την άλλη βδομάδα»·
-
αφήνω φλου, αφήνω σε εκκρεμότητα και σε απροσδιόριστο χρόνο μια υπόθεση,
σχέση ή κατάσταση: «σηκώθηκε ξαφνικά κι έφυγε κι άφησε φλου την υπόθεση»·
-
είμαι φλου, δεν είμαι σίγουρος, είμαι αβέβαιος για κάτι: «παρ’ όλες τις
δικαιολογίες του, εξακολουθώ να είμαι φλου όσον αφορά την αθωότητά του»·
-
ξηγιέμαι φλου, δε συμπεριφέρομαι με σαφήνεια, ενεργώ με διφορούμενο
τρόπο: «όταν ακούω λόγια μασημένα, ξηγιέμαι κι εγώ φλου». (Λαϊκό τραγούδι: άντε
λοιπόν, κυρά μου, να πεις στη μάνα σου τη μπλου, πες της να ’ρθει με τα νερά
μου και να μη ξηγιέται φλου ω, μάμυ μπλου)
-
στο φλου, αόριστα, απροσδιόριστα: «πότε θα ξανασυναντηθούμε; -Άσ’ το στο
φλου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι.