φλόγα, η,
ουσ. [<μσν. φλόγα <αρχ. φλόξ], η φλόγα. 1. η θέρμη, η ορμή:
«υποστήριξε με τέτοια φλόγα τα επιχειρήματά του, που έκανε σ’ όλους μας
εντύπωση». 2. ερωτική θέρμη, ερωτικός πόθος: «έχει τέτοια φλόγα γι’ αυτή
τη γυναίκα, που αν δεν την κάνει δικιά του θα τρελαθεί»·
- βγάζει φλόγες απ’ το στόμα του, είναι πάρα πολύ θυμωμένος, είναι
εξοργισμένος: «κάθε φορά που βλέπει να λείπουν εργάτες του, βγάζει φλόγες απ’
το στόμα του». (Λαϊκό τραγούδι: η Ελένη η ζωντοχήρα ντέρτι έχει η κακομοίρα:
έναν γέρο άντρα έχει κι η καημένη δεν αντέχει· κάθε μέρα αναστενάζει, απ’ το
στόμα φλόγες βγάζει· χήρα είμαι, δεν ταιριάζει γέρος να με αγκαλιάζει).
Αναφορά στους μυθικούς δράκους που, όταν ένιωθαν θυμό ή απειλή, έβγαζαν φλόγες
απ’ το στόμα τους για να επιτεθούν ή για να αμυνθούν·
- σβήνω τη φλόγα, καταπραΰνω την ερωτική θέρμη, το ερωτικό πάθος μου:
«μόνο αν την κάνω δικιά μου, θα σβήσω τη φλόγα που έχω γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό
τραγούδι: σβήσε τη φλόγα για σένα που έχω, θα πεθάνω δεν αντέχω).