φλιτζάνι, το, ουσ. [<τουρκ. filcan], το φλιτζάνι. Υποκορ. φλιτζανάκι,
το·
-
βγήκε το φλιτζάνι, επαληθεύτηκαν αυτά που μου είπε το άτομο που λέει το
φλιτζάνι: «μου είπε πως θ’ αρρώσταινε κάποιο άτομο της οικογένειάς μου, και
βγήκε το φλιτζάνι, γιατί αρρώστησε ο παππούς μας»·
-
βλέπει το φλιτζάνι, βλ. φρ. λέει το φλιτζάνι·
-
διαβάζει το φλιτζάνι, βλ. φρ. λέει το φλιτζάνι·
-
λέει το φλιτζάνι, παρατηρώντας το κατακάθι του καφέ στον πάτο και τα
τοιχώματα του φλιτζανιού κάποιου που τον ήπιε, μπορεί και βλέπει πράγματα που
συνέβησαν ή μαντεύει τα μελλούμενα που τον αφορούν το άτομο το οποίο τον ήπιε:
«κάθε φορά που έχει κάποιο πρόβλημα, πηγαίνει στην τάδε που λέει το φλιτζάνι,
και πράττει ανάλογα με αυτά που θα του πει». (Λαϊκό τραγούδι: μου το ’παν
στο φλιτζάνι καλέ μου, μου το ’παν στα χαρτιά, πως η καρδιά σου
κάνει στον έρωτα νερά )·
-
ξέρει φλιτζάνι, βλ. φρ. λέει το φλιτζάνι·
- πιστεύει στο φλιτζάνι, πιστεύει τα λόγια αυτού που του
λέει το φλιτζάνι: «μα είναι δυνατό, μορφωμένος άνθρωπος, να πιστεύεις στο
φλιτζάνι;»·
- το είδα στο φλιτζάνι, βλ. φρ. το είδα στον καφέ, λ.
καφές·
-
το είδε στο φλιτζάνι, βλ. φρ. το είδε στον καφέ, λ. καφές.