φλιτ, το, άκλ.
ουσ. [<αγγλ. flit (= εμπορική ονομασία
εντομοκτόνου)], εντομοκτόνο φάρμακο σε μορφή σπρέι για οικιακή χρήση και η
συσκευή που εκτοξεύει αυτό το εντομοκτόνο: «τα καλοκαίρια η μάνα μου ψεκάζει με
φλιτ όλο το σπίτι για να μην έρχονται οι μύγες || πήρε το φλιτ κι άρχισε να
ψεκάζει το δωμάτιο»·
-
έφαγε φλιτ, εκδιώχθηκε βίαια από ένα φιλικό χώρο ή από τη δουλειά του:
«έφαγε φλιτ απ’ την παρέα μας, γιατί μας δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα ||
έφαγε φλιτ απ’ τη δουλειά του, γιατί έκανε συνέχεια κοπάνα». Από την εικόνα του
ατόμου που υποχωρεί βιαστικά, μόλις κάποιος του ψεκάσει με φλιτ το πρόσωπο·
-
του ’δωσα φλιτ, τον έδιωξα βίαια από ένα φιλικό χώρο ή από τη δουλειά
μου: «επειδή έλεγε συνέχεια βλακείες, του ’δωσα φλιτ, για να ησυχάσει το κεφάλι
μου || επειδή ήταν μεγάλος κοπανατζής, του ’δωσα φλιτ απ’ τη δουλειά μου».