φλεμόνι, το, ουσ. [<μσν. φλεμμόνιον <φλεγμόνιν
<πλεμόνιν <μτγν. πνευμόνιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. πνεύμων], το πλεμόνι,
το πνευμόνι: «το τσιγάρο μου ’χει μαυρίσει τα φλεμόνια»·
-
(δεν) έχει (το) φλεμόνι ή (δεν) έχει (τα) φλεμόνια, (δεν) αντιδρά
δυναμικά στις προσβολές που του γίνονται, (δεν) έχει θάρρος, (δεν) είναι
θαρραλέος: «δεν έχεις φλεμόνια, βρε άνθρωπέ μου, και τον αφήνεις μια ώρα να σε
βρίζει; || δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου, γιατί δεν έχει φλεμόνια».