Φλεβάρης, ο, ουσ. [<μτγν. Φλεβουάριος <Φεβρουάριος
<λατιν. februarius], ο μήνας Φεβρουάριος·
-
μ’ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι, βλ. λ. άβροχος·
-
ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, έκφραση με την οποία
δηλώνουμε πως τα κρύα του Φεβρουαρίου είναι από τα τελευταία του χειμώνα.
Πολλές φορές, η φρ. συνεχίζεται με το μα αν τύχει και θυμώσει μέσ’ στο χιόνι
θα μας χώσει·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, το χιόνι που πέφτει το Φεβρουάριο
λιώνει εύκολα, επειδή πλησιάζει η άνοιξη: «όσο χιόνι και να ρίξει, του Φλεβάρη
το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα».