φλέβα, η,
ουσ. [<μτγν. φλέβα <αρχ. φλέψ], η φλέβα. 1. υπόγειο νερό, κοίτασμα
πετρελαίου ή μετάλλου: «εκεί που σκάβανε βρήκανε φλέβα νερού || φλέβα πετρελαίου
|| φλέβα λιγνίτη». 2. καταγωγή, προέλευση: «έχει βασιλική φλέβα». 3α.
έμφυτη ή κληρονομημένη ικανότητα σε κάτι, ιδίως καλλιτεχνική, η κλίση, το
ταλέντο: «έχει τη μουσική στη φλέβα του || είναι ποιητική φλέβα». β.
λέγεται και για έμφυτες ή κληρονομημένες κακές ιδιότητες: «έχει το ψέμα στη
φλέβα του || έχει την απατεωνιά στη φλέβα του». Υποκορ. φλεβίτσα, η.
(Ακολουθούν 21 φρ.)·
-
άνοιξε τις φλέβες του, βλ. συνηθέστ. έκοψε τις φλέβες μου·
-
βρήκα τη φλέβα του ή του βρήκα τη φλέβα, βλ. συνηθέστ. βρήκα
το σφυγμό του·
-
βρήκα φλέβα, βλ. φρ. χτύπησα φλέβα·
-
δεν έχει αίμα στις φλέβες του ή δεν κυλάει αίμα στις φλέβες του ή
δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. λ. αίμα·
-
έκαψε τις φλέβες του, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) από τη συνεχή
ενδοφλέβια χρήση κατέστρεψε τις φλέβες του: «απ’ το τρύπα τρύπα, έκαψε όλες τις
φλέβες του»·
-
έκοψε τις φλέβες του, αυτοκτόνησε ή αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει
κόβοντας τις φλέβες του, ιδίως τις φλέβες που υπάρχουν στους καρπούς των χεριών
του: «ήταν τόσο απελπισμένος, που έκοψε τις φλέβες του»·
-
έπιασα τη φλέβα του ή του έπιασα τη φλέβα, βλ. συνηθέστ. έπιασα
το σφυγμό του·
-
έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του (κάτι), έχει
έμφυτη μια καλή ή κακή ιδιότητα: «έχει στη φλέβα του τη ζωγραφική || έχει στη
φλέβα του τη μουσική || έχει στη φλέβα του το χορό || έχει μέσ’ στη φλέβα του
την απάτη». (Λαϊκό τραγούδι: μα η γυναίκα, σαν την Εύα, την απιστία έχει
στη φλέβα)· βλ. και φρ. κυκλοφορεί στις φλέβες του (κάποιος)·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. λ. νερό·
-
έχει φλέβα αριστοκράτη, βλ. λ. αριστοκράτης·
-
θα κόψω τις φλέβες μου, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα
πολλά προβλήματα, που θα κόψω τις φλέβες μου». Άλλες φορές προτάσσεται και
άλλες ακολουθεί το μου φαίνεται·
- κόβω τις φλέβες μου (για κάποιον), τον αγαπώ πάρα πολύ, τον λατρεύω,
θυσιάζομαι γι’ αυτόν: «είναι τόσο ερωτευμένος με τη γυναίκα του, που κόβει τις
φλέβες του γι’ αυτήν»·
-
κρατώ από φλέβα, κατάγομαι από μεγάλη γενιά, από μεγάλο σόι: «έχει μια
αρχοντιά αυτός ο άνθρωπος, γιατί κρατάει από φλέβα»·
-
κυκλοφορεί στις φλέβες του (κάποιος), τον έχει συνεπάρει, έχει ταυτιστεί
μαζί του: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, κυκλοφορεί στις φλέβες του». (Λαϊκό
τραγούδι: μέσα στο αίμα σου είμαι ’γω, στις φλέβες σου κυκλοφορώ)·
-
κυλάει νερό στις φλέβες του, βλ. λ. νερό·
-
πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου, βλ. λ. αίμα·
-
στις φλέβες του τρέχει (ρέει) αίμα…, κατάγεται από…: «στις φλέβες του
τρέχει αίμα βασιλικό || στις φλέβες του τρέχει αίμα αριστοκρατικό»·
-
το ’χει μέσ’ στη φλέβα του ή το ’χει στη φλέβα του, έχει έμφυτη
μια καλή ή κακή ιδιότητα: «το ’χει μέσ’ στη φλέβα του να ’ναι καλλιτέχνης || το
’χει στη φλέβα του να ’ναι αλήτης». Συνών. το ’χει μέσ’ στο αίμα του ή το
’χει στο αίμα του·
-
τρέχει νερό στις φλέβες του, βλ. λ. νερό·
-
χάραξε τις φλέβες του, βλ. συνηθέστ. έκοψε τις φλέβες του·
-
χτύπησα φλέβα, α. ανακάλυψα κάποιο κοίτασμα: «χτύπησα φλέβα
χρυσού || χτύπησα φλέβα πετρελαίου». β. (στη γλώσσα της αργκό) βρήκα τον
τρόπο ή το μέσο να περνώ άνετα στη ζωή μου δίχως να δουλεύω: «χτύπησα φλέβα τον
πεθερό μου, που μου ’χει αδυναμία, και τη γαζώνω μια χαρά».