φιόγκος, ο,
ουσ. [<ιταλ. fiocco (=νιφάδα)], ο φιόγκος. 1. τρόπος δεσίματος
γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας, που με ένα ελαφρό τράβηγμα
μπορεί να λυθεί: «έδεσε τα κορδόνια του φιόγκο». 2. (ειρωνικά) το
παπιγιόν, το παπιόν: «α, δεν πάει ποτέ σε δεξίωση χωρίς το φιόγκο στο λαιμό
του». 3. (υποτιμητικά) κομψευόμενος νεαρός καλής οικογένειας και με
λεπτεπίλεπτους τρόπους: «τι να τον κάνουμε αυτόν το φιόγκο στην παρέα μας!».
(Λαϊκό τραγούδι: όλους τους μάγκες αγαπάς και όλους τους νταήδες και ζούλα
ζούλα κυνηγάς τους φιόγκους και ντιντήδες)· βλ. και λ. τζιτζιφιόγκος. 4. νεαρός, ανόητος, γελοίος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος
ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «στο ’χω πει χίλιες φορές να μην κάνεις
παρέα μ’ αυτόν το φιόγκο». 5. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος
παιχνιδιού που παίζεται στην πόκα: «δεν παίζει ποτέ φιόγκο, γιατί
δικαιολογείται αστειευόμενος πως είναι παιχνίδι για τους φιόγκους». Υποκορ. φιογκάκι,
το (βλ. λ.) ·
-
η γλώσσα μου δέθηκε φιόγκος, βλ. λ. γλώσσα·
-
η γλώσσα μου έγινε φιόγκος, βλ. λ. γλώσσα·
-
τον δένω φιόγκο, βλ. λ. κόμπος·
-
τον κάνω φιόγκο, βλ. λ. κόμπος·
-
τον (την, το) δένω φιόγκο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή,
το πέος, το καυλί) ή τον (τη, το) κάνω φιόγκο, βλ. συνηθέστ. τον
(την το) δένω κόμπο, λ. κόμπος.