φίνος, -α, -ο, επίθ. [<μσν. φίνος <ιταλ. fino (= λεπτός)]. 1α.
(για πρόσωπα), που είναι εξαίρετος στη συμπεριφορά του, που έχει λεπτούς,
ευγενικούς τρόπους. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν είσαι φίνος μάγκας, πού
’ν’ τα μπεγλέρια σου, κι αν είσαι και σερέτης, πού ’ν’ τα μαχαίρια σου // είμαι
’γώ γυναίκα φίνα ντερμπεντέρισσα και τους άντρες σαν τα ζάρια τους
μπεγλέρισα). β. που είναι πολύ καλός σε μια τέχνη ή σε ένα
επάγγελμα: «είναι φίνος μηχανικός». (Τραγούδι: μας ήρθε από τη χώρα της
καράμπα και είναι αντιπρόσωπος της σάμπα, είναι φίνος κανταδόρος κι όπου
πάει γίνεται ντόρος και μ’ αυτό μας τρελαίνει το μυαλό).2.
(για πράγματα) που είναι εκλεκτός στην ποιότητα ή τέλειος στην επεξεργασία και
γενικά οτιδήποτε είναι κομψό, διαλεκτό, εξαιρετικό: «φίνο εμπόρευμα || φίνο
κόσμημα». (Λαϊκό τραγούδι: Μαριγώ, θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη
να σου παίξει φίνο μπαγλαμά). 3α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα
φίνα, (στη γλώσσα της αργκό) οι όμορφες, οι ευχάριστες, οι ωραίες στιγμές ή
καταστάσεις: «θυμάμαι τα φίνα που περάσαμε και με πιάνει το παράπονο» β.
τα πράγματα που αρέσουν, που είναι ευπρόσδεκτα, που ικανοποιούν: «όποιος πει
πως δεν του αρέσουν τα φίνα είναι ψεύτης». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρω, βρε
μικρούλα μου, σ’ αρέσουνε τα φίνα, γι’ αυτό και τ’ αποφάσισα να πάμε
στην Αθήνα). Συνών. όμορφος (3α, β) / ωραίος (6α, β). Επίρρ. φίνα,
πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα, περίφημα: «πώς περάσατε στην εκδρομή σας;
- Φίνα». (Λαϊκό τραγούδι: στην Κασσάνδρα είναι πιο φίνα, έχει και
ωραίο κλίμα)·
-
γίνομαι φίνος, α. (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι υπό την
επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικού: «ήπια πέντ’ έξι ποτηράκια κι έγινα φίνος || κάπνισα
ένα τρίφυλλο κι έγινα φίνος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν τα θέλει τα παλάτια, όλα
τα περιφρονεί, μια μελαχρινή του φτάνει φίνος να γενεί κι άλλη μια
ξανθούλα θέλει να την παντρευτεί). β. (γενικά) έρχομαι σε πολλή καλή
οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «με τα λεφτά που κέρδισα, έγινα φίνος ||
έπρεπε να παντρευτεί, για να γίνει φίνος».
-
ξηγιέμαι φίνα, συμπεριφέρομαι με σωστό, με ωραίο τρόπο, καθώς πρέπει,
άψογα: «όταν μου φέρονται καλά, ξηγιέμαι κι εγώ φίνα». (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν ξηγιέμαι πάντα φίνα στα καπρίτσια σου κι αν πολύ μακριά την πάω τη
βαλίτσα σου)·
-
περνώ φίνα ή την περνώ φίνα, ζω άνετα και ευχάριστα: «απ’ τη μέρα
που μου ’πεσε το λαχείο, την περνώ φίνα». (Λαϊκό τραγούδι: μια Κυριακή
ξεκίνησα κι άφησα την Αθήνα και στο Παλιό κατέβηκα, για να περάσω φίνα //
τα βράδια θα γυρίζουμε και πάντα θα γλεντάμε, μια και ψιλά μας βρίσκονται φίνα
να την περνάμε). Συνών. περνώ όμορφα ή την περνώ όμορφα /
περνώ ωραία ή την περνώ ωραία·
-
περνώ φίνα κι ωραία ή την περνώ φίνα κι ωραία, επιτείνει την
αμέσως παραπάνω φράση·
-
τη βγάζω όμορφα και φίνα, βλ. λ. όμορφος·
-
τη βγάζω φίνα, βλ. φρ. περνώ φίνα·
- τη βγάζω φίνα κι ωραία, βλ. φρ. περνώ φίνα κι ωραία·
- φίνα εξήγηση, βλ. λ. εξήγηση.