φίμωτρο, το, ουσ. [<μτγν. φίμωτρον], το φίμωτρο· το μέσο
περιορισμού, κατάργησης, στέρησης της ελευθερίας, της έκφρασης του λόγου: «οι
πνευματικοί άνθρωποι δεν ανέχονται κανένα φίμωτρο»·
-
βάζω φίμωτρο, παύω να μιλώ, δε λέω τίποτα: «όταν μιλούν πιο έμπειροι από
μένα, εγώ βάζω φίμωτρο και τους ακούω προσεκτικά»·
-
του βάζω φίμωτρο, του περιορίζω, του στερώ την ελευθερία της έκφρασης
του λόγου, του απαγορεύω να μιλήσει, να εκφράσει τη σκέψη του, τη γνώμη του:
«το δικτατορικό καθεστώς, θέλοντας να χτυπήσει τους πνευματικούς ανθρώπους,
προσπάθησε να τους βάλει φίμωτρο».