φιλότιμο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. φιλότιμος]. 1. η
αυξημένη ευαισθησία που έχει κανείς για τη δικαιοσύνη, την τιμή και την
προσωπική του αξιοπρέπεια: «θα τον φάει αυτό το φιλότιμο!». (Λαϊκό τραγούδι: χάθηκε
το φιλότιμο και δεν υπάρχει μπέσα, η κοινωνία έγινε αχάριστη μπαμπέσα).
2. η προθυμία στην εκτέλεση κάποιας εντολής ή εργασίας: «όλη τη μέρα
δούλεψε με φιλότιμο, για να τελειώσει τη δουλειά που είχε αναλάβει».
(Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
απ’ τη μέρα που βγήκε η συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο ή απ’ τη μέρα που
βγήκε το συγνώμη, χάθηκε το φιλότιμο, βλ. λ. μέρα·
-
για ένα φιλότιμο ζούμε, δηλώνει πως το φιλότιμο στη ζωή του ανθρώπου
είναι υπεράνω όλων: «δε θα επιτρέψω κανέναν να με θίξει, γιατί για ένα φιλότιμο
ζούμε || θα βοηθήσω μ’ όλες τις δυνάμεις το φίλο μου, γιατί για ένα φιλότιμο
ζούμε»·
-
έρχομαι στο φιλότιμο, φιλοτιμούμαι: «είμαι σίγουρος πως θα σε βοηθήσει,
γιατί έρχεται στο φιλότιμο με το παραμικρό»·
-
και λίγο φιλότιμο! έκφραση δυσαρέσκειας σε άτομο που δεν επιδεικνύει φιλότιμη
συμπεριφορά σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή: «βλέπεις έγκυο γυναίκα και δε
σηκώνεσαι να της προσφέρεις τη θέση σου! Και λίγο φιλότιμο!». Πολλές φορές,
αφού πρώτα δείξουμε με ένα νεύμα του κεφαλιού μας την αιτία που πρέπει να
επιδείξει το άτομο φιλότιμη συμπεριφορά, ακούγεται μόνο η έκφραση, χωρίς άλλη
επεξήγηση, ακολουθούμενη από έναν επιτιμητικό μορφασμό·
-
με πιάνει το φιλότιμο, φιλοτιμούμαι: «όταν βλέπω κάποιον να δυσκολεύεται
κάπου, με πιάνει το φιλότιμο και τον βοηθώ»·
-
με φέρνει στο φιλότιμο (κάποιος), με κάνει να φιλοτιμηθώ: «όταν κάποιος
έχει ανάγκη, μόνο ο τάδε ξέρει τον τρόπο να με φέρνει στο φιλότιμο για να πάω
να τον βοηθήσω»·
-
ποιος έχασε το φιλότιμο, (για) να το βρεις εσύ; ειρωνική παρατήρηση σε
αφιλότιμο άτομο·
-
τον βάζω στο φιλότιμο, βλ. συνηθέστ. τον φέρνω στο φιλότιμο·
-
τον ρίχνω στο φιλότιμο, βλ. συνηθέστ. τον φέρνω στο φιλότιμο·
-
τον φέρνω στο φιλότιμο, επικαλούμαι την αυξημένη ευαισθησία που
έχει για δικαιοσύνη, τιμή και προσωπική αξιοπρέπεια, επικαλούμαι τα φιλότιμα
αισθήματά του: «στην αρχή δεν ήθελε να με βοηθήσει, όμως τον έφερα στο φιλότιμο
και με βοήθησε»·
-
του θίγω το φιλότιμο, τον προσβάλλω: «δε θέλει να ξανακάνει παρέα μαζί
σου, γιατί μ’ αυτά που είπες γι’ αυτόν, του έθιξες το φιλότιμο»·
-
τρώω φιλότιμο, ξεγελιέμαι εύκολα από κάποιον που εκμεταλλεύεται την
αυξημένη ευαισθησία που έχω για δικαιοσύνη, τιμή και προσωπική αξιοπρέπεια,
ξεγελιέμαι εύκολα από κάποιον που εκμεταλλεύεται τα φιλότιμα αισθήματά μου:
«πήγαινε στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί τρώει εύκολα φιλότιμο».