φίλος, ο, θηλ.
φίλη, η, ουσ. [<αρχ. φίλος], ο φίλος. 1. ο γκόμενος, ο εραστής, ο
ερωμένος: «αυτός που βλέπεις, είναι ο φίλος της τάδε || μπορείς να την
κολλήσεις, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν έχει φίλο». (Λαϊκό τραγούδι κάπου θα
σμίξουμε, να καθαρίσουμε, κι αν έχεις τώρα φίλο άλλο, κάπου το άχτι μου
θα βγάλω). Με τη λ. φίλος, γίνεται και το εξής λογοπαίγνιο: φίλος
έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο από φίλο κι είπε ο φίλος εις τον φίλο μην το δώσεις
σ’ άλλο φίλο. 2. το θηλ. η φίλη, η ερωμένη, η γκόμενα: «δεν
πάει πουθενά, αν δεν έχει μαζί του και τη φίλη του || τον είδα με τη φίλη του
να κάνει βόλτες στα μαγαζιά». 3. στην κλητ. φίλε, προσφώνηση σε
άτομο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς μπορώ να πάω, ρε φίλε, σ’ αυτή τη
διεύθυνση;». Υποκορ. φιλαράκι, το (βλ. λ.) και φιλαράκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 39 φρ.)·
-
αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του, (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά)
αποδέξου το φίλο σου με τις όποιες αδυναμίες μπορεί να έχει: «η πραγματική
φιλία είναι ανυστερόβουλη, γι’ αυτό αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του»·
-
αλάργα φίλε, βλ. λ. αλάργα·
-
άλλοι κάνουν φίλους, κι άλλοι κάνουν φίδια, έκφραση απογοητευμένου
ανθρώπου που συνεχώς αποτυχαίνει οικτρά στους φιλικούς του δεσμούς·
-
αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, ο φίλος είναι ανεκτίμητος
θησαυρός: «μη ζεις σαν κούτσουρο, κάνε γνωριμίες, πιάσε έναν φίλο, γιατί, αν
δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι»·
-
από μακριά και φίλοι, βλ. συνηθέστ. από μακριά κι αγαπημένοι, λ.
αγαπημένος·
-
από μπρος φίλος κι από πίσω σκύλος, βλ. φρ. μπρος φίλος και πίσω
σκύλος·
- αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, θα πρέπει κανείς να προσπαθεί να
έχει όσο γίνεται λιγότερα αφεντικά και περισσότερους φίλους, γιατί οι φίλοι
είναι πάντοτε χρήσιμοι: «εγώ ξεκαθάρισα μέσ’ στη ζωή μου ένα απ’ τα πιο βασικά
πράγματα που είναι, αφέντης ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι»·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, βλ. λ. γιατρός·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. φρ. πες μου ποιος είναι ο
φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
-
δεν είμαι φίλος (+ γενική), α. (για ορισμένα φαγητά ή ποτά) δεν
το προτιμώ, δε μου αρέσει: «δεν είμαι φίλος του μουσακά, γιατί είναι βαρύ
φαγητό και μου δημιουργεί προβλήματα στο στομάχι || δεν είμαι φίλος της βότκας».
β. (γενικά) δε μου αρέσει, δε με συγκινεί κάτι: «δεν είμαι φίλος των
ταξιδιών || δεν είμαι φίλος των μπουζουκιών»·
- δοκίμαζε τους φίλους σου, όταν σε βρίσκει η
φτώχεια, ο
πραγματικός ο φίλος φαίνεται όταν βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση και μάλιστα
οικονομική: «όταν έχεις λεφτά μάτσο οι φίλοι γι’ αυτό, δοκίμαζε τους φίλους σου,
όταν σε βρίσκει η φτώχεια»·
- είπα την αλήθεια στο φίλο μου κι έγινε εχθρός μου,
βλ. λ. αλήθεια·
- έχω φίλη, (για άντρες) έχω ερωμένη: «τριγυρνώ με διάφορες, επειδή
δεν έχω μόνιμη φίλη»·
- έχω φίλο, (για γυναίκες) έχω ερωμένο: «μα είναι δυνατό να μην
έχεις φίλο κοτζάμ γυναίκα;». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως έχεις φίλο,
πονηρή σουπιά, πριν να παίξουμε και ξύλο, μάζεψέ τα πια)·
- με το φίλο, φίλο κάνεις και μ’ ένα φίλο τονε
χάνεις, δηλώνει
το ευμετάβλητο των ανθρώπινων σχέσεων·
-
μια του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του
φίλου, δυο του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, αυτός που εκ συστήματος
προσποιείται σε κάποιον το φίλο με μόνο σκοπό να τον εκμεταλλεύεται, έρχεται η
στιγμή που αποκαλύπτεται ο ρόλος του και αποπέμπεται οριστικά·
-
μπρος φίλος και πίσω σκύλος, λέγεται για διπρόσωπο άτομο που, όταν
είμαστε παρόντες, παριστάνει το φίλο, ενώ, όταν αποχωρούμε, μηχανεύεται το κακό
μας: «μη μου παριστάνεις τον καλό, γιατί ξέρω πως είσαι μπρος φίλος και πίσω
σκύλος». Συνών. μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους·
-
ο διπρόσωπος ο φίλος είναι φίδι κολοβό, βλ. λ. φίδι·
-
ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει, ο φίλος που αγαπά πραγματικά τον φίλο του,
τον ελέγχει αυστηρά για τις πράξεις του: «δε θέλω να του χαϊδεύω τ’ αφτιά μόνο
και μόνο για να μην τον στενοχωρήσω, γιατί ο φίλος που αγαπά, δαγκάνει»·
-
ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, η έμπρακτη απόδειξη της φιλίας είναι η
συμπαράσταση στις δύσκολες στιγμές: «ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται, γιατί, όταν
δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, όλοι φίλοι είναι!»·
-
οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς τους φίλους, βλ. λ. λογαριασμός·
-
όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, δηλώνει πως ο καλός ο
φίλος είναι μεγάλο απόκτημα: «ανάμεσα σε χρήμα και σ’ ένα καλό φίλο επιλέγω το
φίλο, γιατί όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό»·
-
όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! ειρωνική
παρατήρηση σε κάποιον του οποίου οι φίλοι του συμπεριφέρονται περισσότερο
εχθρικά παρά φιλικά. (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους
θέλεις τους εχθρούς, ο Θεός να σε φυλάει από φίλους γκαρδιακούς )·
-
πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, ο κοινωνικός μας
περίγυρος, η επιλογή των φίλων μας, διαμορφώνει και το χαρακτήρα μας, δείχνει
και το ποιόν μας·
-
τέτοιος φίλος, τέτοια πίτα, βλ. λ. πίτα·
-
την έπιασε φίλη, (για άντρες) δημιούργησε μαζί της ερωτικό δεσμό: «ήταν
από καιρό ερωτευμένος μαζί της, ώσπου στο τέλος κατάφερε και την έπιασε φίλη»·
-
το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
-
το μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους φίλους, βλ. λ. ψωλή·
-
το φίδι φίλος δεν πιάνεται, βλ. λ. φίδι·
-
τον έπιασε φίλο, (για γυναίκες) δημιούργησε μαζί του ερωτικό δεσμό:
«ήταν από καιρό ερωτευμένη μαζί του, ώσπου στο τέλος κατάφερε και τον έπιασε
φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: μου ρίχνεσαι χωρίς ντροπή, για να με ξελογιάσεις και
φίλο να με πιάσεις, μαζί σου εγώ αν θα μπλεχτώ, το ξέρω θα καταστραφώ)·
-
τον (την) κάνω φίλο (φίλη), συνδέομαι μαζί του (της) με φιλικό δεσμό:
«όποιος είναι καλός και τίμιος, τον κάνω φίλο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος θα
σου δώσει ξύλο, από εχθρό τον κάνω φίλο)·
- φίλοι της κούπας, βλ. λ. κούπα·
- φίλοι της ταβέρνας, βλ. λ. ταβέρνα·
- φίλοι του καφενείου, βλ. λ. καφενείο·
- φίλοι του μπαρ, βλ. λ. μπαρ·
-φίλοι
του ποτηριού, βλ. λ. ποτήρι·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το
σταφύλι, λέγεται
στην περίπτωση που παρά το φιλικό δεσμό δυο ατόμων, σε θέματα χρημάτων ή άλλων
απολαβών υπάρχει μόνο το προσωπικό συμφέρον·
- φίλοι φίλοι, καριοφίλι, βλ. λ. καριοφίλι·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός.