φιλόπτωχος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. φιλόπτωχος
<φίλος + πτωχός], φιλόπτωχος·
-
δεν είμαι της φιλοπτώχου ή τι είμαι εγώ, της φιλοπτώχου; ειρωνική
έκφραση ατόμου που αρνιέται να μας βοηθήσει: «όποιος θέλει βοήθεια, τρέχει
αμέσως σε μένα. Τι είμαι εγώ, της φιλοπτώχου;»·
- είναι της φιλοπτώχου, α. λέγεται ειρωνικά για άτομο που
έχει την τάση να βοηθάει τους άλλους και που για το λόγο αυτό πολλές φορές
πέφτει θύμα εξαπάτησης: «μην εμπιστευτείς σ’ αυτόν τα λεφτά σου, γιατί είναι
της φιλοπτώχου». β. λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που ενδίδει χωρίς καμιά
δυσκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «εμείς έχουμε λύσει το σεξουαλικό
μας πρόβλημα, γιατί στην παρέα μας έχουμε και μια που είναι της φιλοπτώχου». Αναφορά
ιδίως στα διάφορα εκκλησιαστικά ιδρύματα, που βοηθούν τους φτωχούς.