φιδές, ο, ουσ.
[<λατιν. fides (= χορδές μουσικού οργάνου)], είδος λεπτού νηματώδους
ζυμαρικού, ιδίως για παρασκευή σούπας: «για να μην τρώμε βαριά τα βράδια, η
γυναίκα μου μαγειρεύει κάθε τόσο κάνα φιδέ»·
-
τον κάνω φιδέ, τον δέρνω άγρια, τον διαλύω, τον διασκορπίζω, τον
κατανικώ: «δεν τολμάει να τα βάλει μαζί μου, γιατί ξέρει πως τον κάνω φιδέ».
Από το ότι, μόλις βάλει κανείς μέσα στη φούχτα του φιδέ και τον συμπιέσει
ελαφρά, αυτός διαλύεται.