φιγουρίνι, το, ουσ. [<figurino]. 1. εικονογραφημένο
περιοδικό μόδας (για ρούχα, καπέλα, υποδήματα, ακόμη και για κοσμήματα):
«αγόρασε το καινούριο φιγουρίνι που κυκλοφόρησε, γιατί παρακολουθεί συστηματικά
τη μόδα». 2. όμορφη και κομψή γυναίκα, ντυμένη σύμφωνα με τη μόδα:
«ντύνεται σαν φιγουρίνι || γνώρισα μια γυναίκα στο χτεσινό πάρτι σκέτο
φιγουρίνι». Από το ότι τα μανεκέν που επιδεικνύουν τα ρούχα της μόδας, είναι
πολύ όμορφα. Λέγεται και για άντρα·
-
είναι σαν να βγήκε από φιγουρίνι, (και για τα δυο φύλα) είναι όμορφος
και πάρα πολύ κομψά ντυμένος, είναι ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας:
«όσες φορές είδα τη γυναίκα του, ήταν σαν να βγήκε από φιγουρίνι || άρχισε να
γαμπρίζει ο γιος του και κάθε φορά που τον βλέπω είναι σαν να βγήκε από
φιγουρίνι»·
- είναι σαν φιγουρίνι, βλ. φρ. είναι σαν να βγήκε από
φιγουρίνι·
- ντύνομαι σαν φιγουρίνι, (και για τα δυο φύλα) ντύνομαι
πολύ κομψά, με την τελευταία λέξη της μόδας: «προσέχω πάρα πολύ τον εαυτό μου
και πάντα ντύνομαι σαν φιγουρίνι, αλλά και ο άντρας μου ντύνεται σαν φιγουρίνι».