φιγούρα, η,
ουσ. [<ιταλ. figura], η φιγούρα. 1. η μορφή, το πρόσωπο και γενικά το
παρουσιαστικό ανθρώπου: «μέσ’ στην παρέα μας ο τάδε είναι μια συμπαθητική
φιγούρα». 2. η επίδειξη που γίνεται για εντυπωσιασμό: «απ’ τη μέρα που
αγόρασε αυτοκίνητο, έχει τρελαθεί στη φιγούρα». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε
τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί, δεν
πήξαν τα μυαλά σου;). 3. ένα από τα τρία εικονογραφημένα
τραπουλόχαρτα κάθε φυλής με ανάλογες παραστάσεις προσώπων (ο βαλές, η ντάμα, ο
ρήγας): «τράβηξε από κάτω μια φιγούρα, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς τράβηξε». 4.
μαριονέτα του θεάτρου σκιών: «απ’ όλες τις φιγούρες η φιγούρα του καραγκιόζη
ήταν η πιο αγαπημένη στα παιδιά». 5. χορευτικό σκέρτσο: «είναι μάνα στις
φιγούρες, όταν χορεύει»·
-
απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, λέγεται για άτομο που α. υποκρίνεται
το χαρούμενο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δυστυχισμένο. β. που
υποκρίνεται το καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς το αντίθετο. γ.
που αν και είναι όμορφο, εντούτοις έχει κακά αισθήματα. δ. λέγεται
ειρωνικά για άτομο που παρ’ όλη τη φτώχεια του, ενδιαφέρεται συστηματικά για
την καλή εξωτερική του εμφάνιση. ε. (γενικά) λέγεται για κάθε κακό
πράγμα που εμφανίζεται εξωτερικά ωραίο, ελκυστικό, με εντελώς όμως αντίθετο
περιεχόμενο. Συνών. απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα / απ’ έξω μπέλα
μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα·
-
για φιγούρα ή για τη φιγούρα του, για λόγους επίδειξης, για
λόγους εντυπωσιασμού: «ό,τι και να κάνει αυτός ο άνθρωπος, το κάνει μόνο για
φιγούρα || αγόρασε έναν χρυσό αναπτήρα μόνο και μόνο για τη φιγούρα του». (Λαϊκό
τραγούδι: είμαι για κρεμάλα, για φιγούρα μ’ ήθελες και για εκμετάλλα)·
-
είναι μόνο φιγούρα και ιδέα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και ιδέα, ενδιαφέρεται,
επιζητά μόνο την προσωπική του επίδειξη και για το λόγο αυτό πολλές φορές
διηγείται φανταστικά πράγματα ή φανταστικές επιτυχίες, για να εντυπωσιάσει και,
κατ’ επέκταση, είναι άτομο στο οποίο δεν μπορεί κανείς να βασιστεί: «μην
πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι μόνο φιγούρα και ιδέα»·
-
είναι μόνο φιγούρα και κακό ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό, βλ.
φρ. είναι μόνο φιγούρα και ιδέα·
- είναι μόνο φιγούρα και λεζάντα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και
λεζάντα, βλ. φρ. είναι μόνο φιγούρα και ιδέα. (Λαϊκό τραγούδι: όλο
φιγούρα και λεζάντα είσαι,αγοράκι, όλο φιγούρα και λεζάντα
και παραμυθάκι)·
-
κάνω φιγούρα ή κάνω τη φιγούρα μου, επιδιώκω να κάνω εντύπωση,
κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι: «περνάει κάθε τόσο με τ’ αυτοκίνητό του έξω απ’
το σπίτι της γκόμενάς του και κάνει φιγούρα». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού να πας,
φιγουρατζή, να κάνεις τη φιγούρα, γιατί κι εγώ φουμάρισα κι έχω τρελή
μαστούρα )·
-
πουλώ φιγούρα, προσπαθώ με διάφορους τρόπους να προκαλέσω εντύπωση, να
κάνω επίδειξη: «μόλις έρχεται καμιά κοπέλα στην παρέα μας, αρχίζει να πουλά
φιγούρα, για να την εντυπωσιάσει».