φθινόπωρο, το, ουσ. [<αρχ. φθινόπωρον], το φθινόπωρο·
-
έπιασε (το) φθινόπωρο ή μας έπιασε το φθινόπωρο, α. φθινοπώριασε:
«μόλις έπιασε το φθινόπωρο, άρχισαν να πέφτουν τα φύλλα απ’ τα δέντρα». β.
λέγεται για βροχερό καιρό που διαρκεί, άσχετα με την εποχή που διανύουμε: «τι
βροχές είναι αυτές, ρε γαμώτο, μας έπιασε το φθινόπωρο;»·
-
μέσα στην καρδιά του φθινοπώρου ή στην καρδιά του φθινοπώρου, βλ. λ. καρδιά·
-
το φθινόπωρο της ζωής, η ηλικία από την οποία αρχίζουν τα γηρατειά: «στο
φθινόπωρο της ζωής του κατάλαβε πως η ζωή είναι μικρή για τους τεμπέληδες και
μεγάλη για τους εργατικούς ανθρώπους».