φήμη, η, ουσ.
[<αρχ. φήμη (= άκουσμα, διάδοση)], η φήμη. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
αμαυρώνω τη φήμη μου, καταστρέφω τη θετική γνώμη που έχουν για μένα:
«ήταν πολύ καλός υπουργός, αλλά αμαύρωσε τη φήμη του, όταν αποκαλύφθηκε πως
ήταν αναμεμειγμένος στις μίζες»·
-
αφήνω φήμη, φημίζομαι, ιδίως για κάτι καλό ή κακό που έκανα στο
παρελθόν: «άφησε φήμη με τα γλέντια που έκανε στα νιάτα του || άφησε φήμη για
τη ληστεία της τράπεζας που διέπραξε»·
-
βγάζω τη φήμη, διαδίδω: «ποιος έβγαλε τη φήμη ότι είμαι χαρτοπαίχτης; ||
κάποιος έβγαλε τη φήμη πως θα πέσει η κυβέρνηση και προκλήθηκε μεγάλη
αναστάτωση στο χρηματιστήριο»·
-
βγάζω φήμη, έρχομαι στην επικαιρότητα, κουβεντιάζομαι, φημίζομαι: «με
τον πρώτο δίσκο που κυκλοφόρησε ο τάδε τραγουδιστής, έβγαλε φήμη || ένα βιβλίο
έγραψε αυτός ο συγγραφέας κι αμέσως έβγαλε φήμη»·
-
βγήκε (η) φήμη, (αόριστα) διαδόθηκε: «βγήκε η φήμη πως θα γίνει
ανασχηματισμός της κυβέρνησης»·
-
έχει κακή φήμη, το άτομο ή το προϊόν για το οποίο γίνεται λόγος,
κουβεντιάζεται αρνητικά: «δεν του κάνει κανείς παρέα, γιατί έχει κακή φήμη ως άνθρωπος
|| δε θ’ αγοράσω αυτό αυτοκίνητο, γιατί έχει κακή φήμη»·
-
έχει καλή φήμη, το άτομο ή το προϊόν για το οποίο γίνεται λόγος,
κουβεντιάζεται θετικά: «όπου και να πηγαίνει, όλοι θέλουν να τον πάρουν στην
παρέα τους, γιατί έχει καλή φήμη || αν αποφασίσω ν’ αγοράσω αυτοκίνητο, θα πάρω
το τάδε, γιατί έχει καλή φήμη»·
-
έχει τη φήμη του… (της…), φημίζεται για κάτι καλό ή κακό: «έχει τη φήμη
του γυναικά || έχει τη φήμη του καλού επιστήμονα || έχει τη φήμη της καλής
νοικοκυράς || έχει τη φήμη της ερωτιάρας || δεν παίζει κανείς μαζί του χαρτιά,
γιατί έχει τη φήμη του χαρτοκλέφτη»·
-
κυκλοφορεί η φήμη, διαδίδεται ευρέως κάτι: «τις τελευταίες μέρες
κυκλοφορεί η φήμη πως θα δηλώσει παραίτηση ο τάδε ο υπουργός»·
-
οργιάζουν οι φήμες, λέγεται για κάτι που γινόταν κρυφά και κατέληξε να
γίνει ευρέως γνωστό, σε βαθμό να το συζητάνε όλοι, να βρίσκεται στο κέντρο του
ενδιαφέροντος και ο καθένας να συμπληρώνει με τη φαντασία του τα σκοτεινά
σημεία της υπόθεσης ή να αφαιρεί σημεία που δεν του είναι αρεστά, με αποτέλεσμα
να ακούγονται ορισμένες φορές τερατώδεις εκδοχές και να μεγαλώνει το σκάνδαλο:
«πρέπει να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου για τις προμήθειες που λένε πως έχεις
εισπράξει παράνομα, γιατί, όσο δε μιλάς, τόσο οργιάζουν οι φήμες και στο τέλος
μπορεί και να την πληρώσεις ακριβά»·
-
χαίρω καλής φήμης, με εκτιμούν: «στο εργοστάσιο όπου εργάζομαι, χαίρω
καλής φήμης».