φεύγω,
ρ. [<αρχ. φεύγω], φεύγω. 1. ξεφεύγω: «λύθηκε το σκυλί και μου ’φυγε
|| ήμασταν έτοιμοι να τον πιάσουμε, αλλά έφυγε μέσ’ απ’ τα χέρια μας». 2. δραπετεύω:
«λιμάρισαν τα κάγκελα κι έφυγαν κατεβαίνοντας με σκοινιά». 3. απομακρύνομαι,
αφήνω, εγκαταλείπω κάποιον ή κάποιους: «αν δε σταματήσεις την γκρίνια σου θα
φύγω || έφυγε και μας άφησε μόνους». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου φύγω,
στο ’χα πει, θα σου φύγω και γέλαγες εσύ). 4. αναχωρώ, αποχωρώ από
κάπου: «έφυγε απ’ τη δουλειά του πριν από λίγο». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που
ήμουν σαν Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος). 5.
βρίσκομαι σε παραίσθηση από χρήση ναρκωτικού ή κατανάλωση οινοπνεύματος,
χάνομαι: «με δυο τρεις ρουφηξιές φεύγει || μην τον αφήνεις να πιει πολύ, γιατί
φεύγει κι ύστερα δε θυμάται τίποτα». Συνών. χάνομαι (5). 6. σκοτώνομαι,
πεθαίνω: «στον τελευταίο πόλεμο έφυγαν πολλά παλικάρια στα βουνά της Αλβανίας
|| είχε ένα γιο ο φουκαράς, αλλά έφυγε νωρίς από κάποια μυστήρια αρρώστια ||
όταν θα φύγω, δε θέλω να κλάψετε για μένα». Συνών. χάνομαι (6). 7.
(για προϊόντα) έχω κίνηση, ξοδεύομαι, πουλιέμαι: «αυτό το βιβλίο φεύγει πολύ ||
τα κλιματιστικά φεύγουν πολύ το καλοκαίρι || φεύγει αυτό το είδος που έριξες
στην αγορά;». 8. προστακτ. φεύγα ή φύγε, απομακρύνσου:
«φεύγα, γιατί έρχονται να σε πιάσουν || φύγε, γιατί έχω τα νεύρα μου». (Λαϊκό
τραγούδι: στο βαρύ μου πόνο άφησέ με μόνο, φύγε, φύγε, φύγε). 9.
προστακτ. φεύγα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ακολουθεί έναν
αριθμόπου όταν ο παίχτης τον υπερβεί καίγεται και βγαίνει από το
παιχνίδι, χάνει το κόλπο. Συνήθως αναφέρεται στο παιχνίδι εικοσιμία και τριανταμία:
«τράβηξε απ’ τα δεκαπέντε κι έφερε είκοσι φεύγα», δηλ. ξεπέρασε το εικοσιένα
και κάηκε»· βλ. και φρ. φεύγα, το. 10. στην προστακτ. αορ. φύγαμε, προτροπή
για να ξεκινήσει μια ομαδική προσπάθεια. Συνήθως ακούγεται από αυτόν που
διευθύνει κάποια λαϊκή ορχήστρα, από το λαϊκό τραγουδιστή προς την ορχήστρα του
πάλκου να αρχίσουν να παίζουν ή από τον υπεύθυνο κάποιας ομάδας εργατών να
αρχίσουν να εργάζονται. Συνών. πάμε. (Ακολουθούν 175 φρ.)·
-
αέρα, αέρα να φύγει η χολέρα! βλ. λ. χολέρα·
-
αρνί που φεύγει απ’ το κοπάδι (απ’ τη στάνη, απ’ τη στρούγκα, απ’ το μαντρί),
το τρώει ο λύκος, βλ. λ. λύκος·
-
βάζω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
-
δε φεύγει απ’ το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
-
δε φεύγει απ’ το νου μου, βλ. λ. νους·
- δε θα φύγει το τρένο, βλ. λ. τρένο·
- δεν ήξερε από πού να φύγει, βρέθηκε σε δεινή, σε απελπιστική
θέση και για ένα διάστημα ήταν εντελώς αποδιοργανωμένος: «τον περίλαβε τ’
αφεντικό του με τα χειρότερα λόγια κι αυτός δεν ήξερε από πού να φύγει || όταν
πλάκωσαν μεσ’ στο μπαράκι τ’ αδέρφια της γκόμενάς, δεν ήξερε από πού να φύγει».
Συνών. έχασε την πόρτα·
-
είδες φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι
να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- έρχεται και φεύγει σαν τον κομήτη, βλ. λ. κομήτης·
-
έφυγ’ ένα βάρος από πάνω μου, βλ. λ. βάρος·
-
έφυγαν όλοι κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
-
έφυγε αλά γαλλικά, βλ. λ. αλά·
-
έφυγε άναυλα ή έφυγε άναυλος, βλ. λ. άναυλος·
-
έφυγε απ’ τα χέρια μου (η δουλειά ή η υπόθεση), βλ. λ. χέρι·
-
έφυγε απ’ το σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
-
έφυγε από κει που ’ρθε, βλ. λ. εκεί·
-
έφυγε αστραπή, βλ. λ. αστραπή·
-
έφυγε βολίδα, βλ. λ. βολίδα·
-
έφυγε για τ’ αγύριστο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
-
έφυγε για το αιώνιο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
-
έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
-
έφυγε για το στερνό ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
-
έφυγε για το τελευταίο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
-
έφυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βλ. λ. γη·
-
έφυγε η δουλειά απ’ τα χέρια μου ή έφυγε απ’ τα χέρια μου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
έφυγε η καρδιά μου απ’ τη θέση της ή έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο
της, βλ. λ. καρδιά·
-
έφυγε η μιλιά του ή του ’φυγε η μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
-
έφυγε και πάει, βλ. λ. πάει·
-
έφυγε μ’ άδεια τα χέρια ή έφυγε μ’ άδεια χέρια, βλ. λ. χέρι·
-
έφυγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
-
έφυγε με γεμάτο βρακί ή έφυγε με γεμάτο το βρακί ή έφυγε με
γεμάτα βρακιά ή έφυγε με γεμάτα τα βρακιά, βλ. λ. βρακί·
-
έφυγε με κατεβασμένα (κρεμασμένα, πεσμένα, ριγμένα) (τ’) αφτιά ή έφυγε
με τ’ αφτιά κατεβασμένα (κρεμασμένα, ριγμένα), βλ. λ. αφτί·
-
έφυγε με κατεβασμένα (κρεμασμένα) (τα) μούτρα ή έφυγε με τα μούτρα
κατεβασμένα (κρεμασμένα), βλ. λ. μούτρο·
-
έφυγε με κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο) (το) κεφάλι ή έφυγε
με το κεφάλι κατεβασμένο (κρεμασμένο, πεσμένο, ριγμένο), βλ. λ. κεφάλι·
-
έφυγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
-
έφυγε με τ’ αφτιά κάτω, βλ. λ. αφτί·
-
έφυγε με τα μούτρα κάτω, βλ. λ. μούτρο·
-
έφυγε με τα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
-
έφυγε με την μπουκιά στο στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
-
έφυγε με την ουρά στα σκέλια, βλ. λ. ουρά·
-
έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
-
έφυγε με τις κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
-
έφυγε με το κεφάλι κάτω, βλ. λ. κεφάλι·
-
έφυγε με το κεφάλι ψηλά, βλ. λ. κεφάλι·
-
έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
-
έφυγε με χίλια, βλ. λ. χίλιοι·
-
έφυγε μια και καλή, βλ. λ. καλός·
-
έφυγε νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
-
έφυγε πλήρης ημερών, βλ. λ. ημέρα·
-
έφυγε πριν την ώρα του ή έφυγε πριν της ώρας του, βλ. λ. ώρα·
-
έφυγε πύραυλος, βλ. λ. πύραυλος·
-
έφυγε σαν βρεγμένη γάτα, βλ. λ. γάτα·
-
έφυγε σαν δαρμένο σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
-
έφυγε σαν κύριος, βλ. λ. κύριος·
-
έφυγε σαν σφαίρα ή έφυγε σφαίρα, βλ. λ. σφαίρα·
-
έφυγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, βλ. λ. σκυλί·
-
έφυγε σαν τον άνεμο, βλ. λ. άνεμος·
-
έφυγε σαν σφεντόνα ή έφυγε σφεντόνα, βλ. λ. σφεντόνα·
-
έφυγε τζάμπα (και βερεσέ), βλ. λ. τζάμπα·
-
έφυγε το μυαλό απ’ τη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
-
έφυγε το χρώμα του, βλ. λ. χρώμα·
-
έφυγε τσουβαλάτος, βλ. λ. τσουβαλάτος·
- έφυγε φισέκι, βλ. λ.φισέκι·
- έφυγε χορτάτος, βλ. λ.χορτάτος·
- έχει φύγει, α. (στη
νεοαργκό) είναι εκκεντρικός: «αν τον δεις πώς ντύνεται, θα καταλάβεις πως έχει
φύγει και δε νοιάζεται τι θα πουν οι άλλοι». β. ενεργεί παράτολμα,
επικίνδυνα, γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί και τρελός: «έχει φύγει ο άνθρωπος για
να κάνει τέτοια τρέλα»· βλ. και φρ. έχω φύγει·
- έχω φύγει, (στη
νεοαργκό) μένω πολύ εντυπωσιασμένος, μένω εκστατικός από κάτι που βλέπω ή που
ακούω: «πω πω μια γυναικάρα! Έχω φύγει, δικέ μου || ό,τι λεφτά σου χρειαστούν,
θα ’ρθεις να σου τα δώσω. -Έχω φύγει, καρντασάκι μου»· βλ. και φρ. έχει
φύγει κ. έχει ξεφύγει, λ. ξεφεύγω·
-
η αρρώστια καβάλα έρχεται και πεζή φεύγει, βλ. λ. αρρώστια·
-
ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, βλ. λ. γένια·
-
θα μου φύγει (ενν. το μυαλό, ο νους κ.λπ.), βρίσκομαι σε πολύ μεγάλη
ψυχική ή πνευματική πίεση και δεν ξέρω πώς να ενεργήσω, βρίσκομαι σε μεγάλη
απόγνωση, θα τρελαθώ: «τέλος του μηνός πρέπει να βρω ένα σωρό λεφτά και θα μου
φύγει που δεν έχω ούτε ευρώ μέχρι τώρα»·
-
θα μου φύγει ο νους, βλ. λ. νους·
-
θα μου φύγει το καφάσι, βλ. λ. καφάσι1·
-
θα μου φύγει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
θα μου φύγει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
θα πάρω το καπελάκι μου και θα φύγω, βλ. λ. καπελάκι·
-
θα πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. λ. καπέλο·
-
θα σου φύγει ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
-
θα σου φύγει ο νους, βλ. λ. νους·
-
θα σου φύγει ο πάτος, βλ. λ. πάτος·
-
θα σου φύγει το καφάσι, βλ. λ. καφάσι1·
-
θα σου φύγει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
θα σου φύγει το κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
-
θα σου φύγει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
θα σου φύγει το τσερβέλο, βλ. λ. τσερβέλο·
-
θα φύγει νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
-
και δε φεύγεις! φύγε ή μου είναι αδιάφορο αν θα φύγεις. Δίνεται ως
απάντηση σε άτομο που μας πληροφορεί ή που μας απειλεί πως θα φύγει: «μια και
τελείωσα τη δουλειά μου, μπορώ να φύγω; -Και δε φεύγεις, δε σε χρειάζομαι άλλο!
|| αν μου ξαναμιλήσεις άσχημα, θα φύγω. -Και δε φεύγεις, σκασίλα μου!»·
-
κατούρα να φύγουμε! βλ. λ. κατουρώ·
-
κι όπου φύγει φύγει, βλ. λ. όπου·
-
μαζεύω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. λ. μπογαλάκι·
-
μάζεψε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. λ. άπλυτα·
-
μάζεψε τα βρεγμένα του κι έφυγε, βλ. λ. βρεγμένος·
-
μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε, βλ. λ. κατουρημένος·
-
μάζεψε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. λ. χεσμένος·
-
μην του φύγει το άγιο μύρο, βλ. λ. μύρο·
-
μου φεύγουν λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
μου ’φυγ’ ένα βάρος, βλ. λ. βάρος·
-
μου ’φυγαν, κατουρήθηκα ή χέστηκα επάνω μου: «μέχρι να φτάσω στ’
αποχωρητήριο, μου ’φυγαν στο δρόμο»·
-
μου ’φυγαν θηλιές ή μου ’φυγε θηλιά, βλ. λ. θηλιά·
-
μου ’φυγαν πόντοι ή μου ’φυγε πόντος, βλ. λ. πόντος·
-
μου ’φυγαν τα σαγόνια ή μου ’φυγε το σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
-
μου ’φυγ’ ένας πόντος, βλ. λ. πόντος·
-
μου ’φυγε η ευκαιρία μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. ευκαιρία·
-
μου ’φυγε η νύστα, βλ. λ. νύστα
-
μου ’φυγε η φόδρα, βλ. λ. φόδρα·
-
μου ’φυγε ο κώλος, βλ. λ. κώλος·
-
μου ’φυγε ο νους, βλ. λ. νους·
-
μου ’φυγε ο πάτος, βλ. λ. πάτος·
-
μου ’φυγε ο τάκος, βλ. λ. τάκος·
-
μου ’φυγε ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
-
μου ’φυγε το καφάσι, βλ. λ. καφάσι1·
-
μου ’φυγε το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
μου ’φυγε το κλαπέτο, βλ. λ. κλαπέτο·
-
μου ’φυγε το μουνί, βλ. λ. μουνί·
-
μου ’φυγε το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
μου ’φυγε το τιμόνι απ’ τα χέρια, βλ. λ. τιμόνι·
-
μου ’φυγε το χρώμα, βλ. λ. χρώμα·
-
να φύγει η ορχήστρα, βλ. λ. ορχήστρα·
-
να φύγει το βίντεο, βλ. λ. βίντεο·
-
ο κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
-
οι ζευγάδες φεύγουν, η σπορά όμως μένει, βλ. λ. σπορά·
-
οι πρωινοί να φεύγουν, βλ. λ. πρωινός·
-
όπου φύγει φύγει, βλ. λ. όπου·
-
όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, βλ. λ. εχθρός·
-
όταν φύγει ο γάτος απ’ την τρύπα, παίζει ο ποντικός την αλφαβήτα, βλ. λ. γάτος·
-
πάει να μου φύγει ο νους, βλ. λ. νους·
-
πάει να μου φύγει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
-
πάει να μου φύγει το μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
-
παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τωνε ματιών μου και φεύγω ή
παίρνω των οματιών μου και φεύγω, βλ. λ. μάτι·
-
παίρνω τα μούτρα μου και φεύγω, βλ. λ. μούτρο·
-
παίρνω τα μπογαλάκια μου και φεύγω, βλ. λ. μπογαλάκι·
-
παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
-
παίρνω το καπέλο μου και φεύγω, βλ. λ. καπέλο·
-
πήρε τ’ άπλυτά του κι έφυγε, βλ. λ. άπλυτα·
-
πήρε τα βρεγμένα του κι έφυγε, βλ. λ. βρεγμένος·
-
πήρε τα κατουρημένα του κι έφυγε, βλ. λ. κατουρημένος·
-
πήρε τα χεσμένα του κι έφυγε, βλ. λ. χεσμένος·
-
πρόσεχε μη σου φύγει κανένα σαγόνι, βλ σαγόνι·
-
τα πήρε όλα κι έφυγε, βλ. λ. παίρνω·
-
το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, βλ. λ. αδύνατος·
-
του ’φυγαν στο βρακί του ή του ’φυγαν στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
-
του ’φυγε, έκλασε: «ποιανού του ’φυγε και βρωμοκόπησε τον τόπο;»·
-
του ’φυγε βίδα ή του ’φυγε η βίδα ή του ’φυγε μια βίδα, βλ. λ. βίδα·
-
του ’φυγε η μαγκιά, βλ .μαγκιά·
-
του ’φυγε η μασέλα, βλ. λ. μασέλα·
-
του ’φυγε ο καημός, βλ. λ. καημός·
-
του ’φυγε ο τουπές, βλ. λ. τουπέ·
-
του ’φυγε ο τσαμπουκάς, βλ. λ. τσαμπουκάς·
-
του ’φυγε το μουνί, βλ. λ. μουνί·
-
φεύγ’ από δω ή φύγ’ από δω, βλ. λ. εδώ·
-
φεύγ’ από δω! ή φύγ’ από δω! βλ. λ. εδώ·
-
φεύγ’ από κει ή φύγ’ από κει, βλ. λ. εκεί·
-
φεύγ’ από κει! ή φύγ’ από κει! βλ. λ. εκεί·
-
φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
-
φύγε με πλάγια πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
-
φύγε πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
-
φεύγει κι ακόμα πάει, βλ. λ. ακόμα·
-
φεύγει σαν σπόρια, βλ. λ. σπόρι·
-
φεύγει σαν στραγάλια, βλ. λ. στραγάλι·
-
φεύγει σαν φιστίκια, βλ. λ. φιστίκι·
-
φεύγει σαν ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
-
φεύγουν πολλά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
φεύγω απ’ τη ζωή , βλ. λ. ζωή·
-
φεύγω απ’ τη μέση, βλ. λ. μέση·
-
φεύγω απ’ το δρόμο, (για οδηγούς), βλ. λ. δρόμος·
-
φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
-
φεύγω απ’ το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
-
φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
-
φεύγω έξω, βλ. λ. έξω·
-
φεύγω νύχτα (από κάπου), βλ. λ. νύχτα·
-
φεύγω πίσω, βλ. λ. πίσω·
-
φεύγω σκαστός (από κάπου), βλ. λ. σκαστός·
-
φεύγω στρατιώτης, βλ. λ. στρατιώτης·
-
φεύγω φαντάρος, βλ. λ. φαντάρος·
- φύγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια, βλ. λ. πηδηματάκι·
- χτυπάμε και φεύγουμε, βλ. λ. χτυπώ.