φέτα, η,
ουσ. [<ιταλ. fetta], η φέτα. 1. το κάθε λεπτό και πλατύ κομμάτι από
ψωμί, καρπούζι ή πεπόνι, που το αποκόπτουμε από το σύνολό του, ή το καθένα από
τα τμήματα του μανταρινιού ή του πορτοκαλιού: «κόψε μου μια φέτα ψωμί, σε
παρακαλώ || μου κόβεις κι εμένα μια φέτα καρπούζι; || μετά το φαγητό, έφαγε και
μια φέτα πεπόνι || μόλις τέλειωσε το φαγητό του, έφαγε και δυο τρεις φέτες πορτοκάλι,
για να δώσει άλλη γεύση στο στόμα του». 2. είδος λευκού μαλακού τυριού
[που διατηρείται σε άλμη: «πήγε στον μπακάλη κι αγόρασε μισό κιλό φέτα». 3.
η καθεμιά από τις μεταλλικές παράλληλες πλάκες που αποτελούν το σώμα του
καλοριφέρ: «στο σαλόνι έχω αρκετή ζέστα, γιατί υπάρχουν δυο καλοριφέρ που το
καθένα έχει είκοσι φέτες». 4. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) η υπερβολική
κλίση που δίνει ο οδηγός στη μοτοσικλέτα του στη στροφή: «άσε τις φέτες, γιατί
σε βλέπω ν’ αγοράζεις οικόπεδο!». 5. ο φέτας (βλ. λ.). Υποκορ. φετούλα
και φετίτσα, η. Μεγεθ. φετάρα, η (βλ. λ.)·
- γίνομαι φέτα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι
μου γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθομαι να πιω μ’ αυτόν τον άνθρωπο,
γίνομαι φέτα». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
-
είμαι φέτα, είμαι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω
τι μου γίνεται από το μεθύσι: «δεν το αντέχω το ποτό και με δυο ποτηράκια είμαι
φέτα». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
-
κάνω φέτα ή κάνω φέτες, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) δίνω
υπερβολική κλίση στη μοτοσικλέτα μου τη στιγμή που παίρνω στροφή: «έχει μεγάλη
τρέλα να κάνει φέτες και καμιά μέρα θα τον χάσουμε μέσα σε κανένα χαντάκι»·
-
τον κάνω φέτα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην
ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως είναι μεγάλος πότης, αλλά, όταν
καθίσαμε να πιούμε, τον έκανα φέτα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ.
φέσι·
-
τον κάνω φέτες, τον δέρνω άγρια, τον κάνω κομμάτια, τον διαλύω: «δεν τα
βάζει μαζί μου, γιατί την προηγούμενη φορά που πήγε να μου κουνηθεί, τον έκανα
φέτες».