άσχημος κ. άσκημος, -η, -ο, επίθ. [<μσν. ἄσκημος
<μτγν. ἄσχημος], άσχημος. 1. (για κλιματολογικές συνθήκες) που δεν
είναι ομαλός: «οι κλιματολογικές συνθήκες στη Β. Ευρώπη είναι άσχημες». 2.
που είναι δυσάρεστος, κακός: «μας έφερε άσχημα νέα». (Λαϊκό τραγούδι: άσχημες
πληροφορίες μου ’δωσαν για σένανε, με τα λόγια που μου είπαν με
πληγώσανε, την καρδιά μου σαν χαρτί την τσαλακώσανε). 3. (γενικά)
οτιδήποτε αποκλίνει από τη σωστή συμπεριφορά και προκαλεί αντίδραση ή κακή
εντύπωση: «άσχημες χειρονομίες». 4. Επίρρ. άσχημα κ. άσκημα,
α. όχι ωραία, όχι σωστά, όχι ευχάριστα: «στη δουλειά ήρθαν όλα άσχημα». β.
σε ερωτηματικό τύπο άσχημα; κ. άσκημα; μήπως δεν είναι καλά; μήπως
δε συμφέρει; βεβαίως είναι καλά, βεβαίως συμφέρει: «θα μαζέψω κάτι καλά
λεφτουδάκια και το καλοκαίρι θα πάω στα νησιά. -Άσχημα;». γ. λέγεται και
με ειρωνική διάθεση: «έχασα όλα τα λεφτά μου στο καζίνο. -Άσχημα;». Υποκορ. ασχημούλης
κ. ασκημούλης, -α, -ι κ. ασχημούλικος κ. ασκημούλικος, -η κ.
-ια, -ο. Επίρρ. ασχημούλικα κ. ασκημούλικα. (Ακολουθούν 80
φρ.)·
- ακούγεται άσχημα
(κάποιος), φαίνεται να μην είναι καλά στην υγεία του: «ακούγεται άσχημα ο
φίλος σου, γιατί συνέχεια είναι γκουχ και γκουχ!»·
- ακούγεται άσχημα
(κάτι), λόγος που δεν προξενεί καλή εντύπωση, που προξενεί αλγεινή
εντύπωση: «οπωσδήποτε ακούγεται άσχημα, όταν σου λένε πως ο γιος σηκώνει χέρι
στον πατέρα του»·
- αλλάξαμε άσχημα λόγια,
βλ. λ. λόγος·
- αλλάξαμε άσχημες
κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- άσχημη γκάφα, βλ. λ. γκάφα·
- άσχημη γυναίκα κι
όμορφη γκόμενα, βλ. λ. γκόμενα·
- άσχημο λάθος, βλ. λ. λάθος·
- άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- άσχημο παιδί στην
κούνια, όμορφο παιδί στη ρούγα, βλ. λ. παιδί·
- άσχημο
σφάλμα, βλ. λ. σφάλμα·
- άσχημος
καιρός, βλ. λ. καιρός·
- βαδίζω
άσχημα, εκτρέπομαι από τη σωστή, από την παραδεκτή πορεία της ζωής μου:
«πρέπει να προσέξεις το γιο σου, γιατί τον τελευταίο καιρό βαδίζει άσχημα».
Αντίθ. βαδίζω όμορφα·
- βρέθηκε
σ’ άσχημη μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ.μέρα·
- βρίσκομαι
σ’ άσχημη θέση, βλ. λ. θέση·
- βρίσκομαι
σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι
σ’ άσχημη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν
είναι (κι) άσχημα, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς κρίνουμε κάποιο χώρο,
και έχει την έννοια ότι είναι αρκετά καλός: «σας αρέσει το μέρος που σας έβαλα
να κοιμηθείτε; -Δεν είναι κι άσχημα»·
- δεν
είναι (κι) άσχημο(ς), απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς κρίνουμε οπτικά
κάποιον ή κάτι, κι έχει την έννοια ότι είναι αρκετά καλό(ς): «σ’ αρέσει ο
αρραβωνιαστικός της κόρης μου; -Δεν είναι κι άσχημος || ποια είναι η γνώμη σου
για το καινούριο μου αυτοκίνητο; -Δεν είναι άσχημο»·
- δεν
τα πήγε (κι) άσχημα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, αντεπεξήλθε
αρκετά καλά σε κάποια δουλειά, κάποιο πρόβλημα ή κάποια υπόθεση: «δεν τα πήγε
κι άσχημα με τη δουλειά που του ανέθεσα || δεν τα πήγε κι άσχημα στις εξετάσεις
του»·
- δεν
υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις να
το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- είδα
άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είμαι
σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι
σ’ άσχημη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι
άσχημα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, βρίσκεται σε δεινή θέση από
άποψη υγείας ή οικονομικών: «έπεσε θύμα τροχαίου κι είναι άσχημα || έπεσαν έξω
οι δουλειές του κι είναι άσχημα ο άνθρωπος»·
- είναι
άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι
άσχημη η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
άσχημη η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
άσχημη (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι
άσχημος (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
σ’ άσχημη κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είπαμε
άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είπαμε
άσχημες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
- είπαν
άσχημα λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- είχε
άσχημη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε
άσχημο τέλος, βλ. λ. τέλος·
- έπεσε
άσχημα, έπαθε μεγάλη οικονομική καταστροφή, απέτυχε οικτρά στη δουλειά του:
«τον τελευταίο καιρό δε μιλιέται καθόλου, γιατί έπεσε άσχημα με την τελευταία
δουλειά που πήγε να κάνει»·
- έχει
άσχημα φυσικά, βλ. λ. φυσικό·
- έχει
άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει
άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει
άσχημη αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- έχει
άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει
άσχημο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει
άσχημο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει
άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- ήρθε
μ’ άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήρθε
μ’ άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- ήρθε
σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- ήρθε
σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- ήταν
ένα άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- θα
’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- κάνει
άσχημο μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει
άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνεις
άσχημα, δε συμπεριφέρεσαι καλά, κάνεις λάθος, σφάλλεις: «κάνεις άσχημα που
του μιλάς άγρια του παιδιού || κάνεις άσχημα που δεν κάνεις παρέα μαζί του,
γιατί καλός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: κάνεις άσχημα που με
περιφρονείς, τέτοια αγάπη με λεφτά δεν θα τη βρεις)·
- κάνω
άσχημες σκέψεις, βλ. λ. σκέψεις·
- λέει
άσχημα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- με
βρήκε άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- μιλάει
άσχημα, α. είναι κακόγλωσσος, βρομόγλωσσος, αισχρολόγος: «σιχαίνεσαι
να τον ακούς να μιλάει, γιατί, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, μιλάει
άσχημα». β. μιλάει απότομα, σκληρά: «το ’χει παράπονο η γυναίκα του, ν’
ακούσει ένα γλυκό λόγο απ’ το στόμα του, γιατί πάντα της μιλάει άσχημα». γ. δε
μιλάει καθαρά, κατανοητά, γιατί έχει ένα πρόβλημα στην ομιλία του: «όταν σου
μιλάει, δεν καταλαβαίνεις τι σου λέει, γιατί μιλάει άσχημα»·
- μου
βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε άσχημα ή μου τη βγήκε στο άσχημο, ενήργησε,
μου συμπεριφέρθηκε με προκλητικό τρόπο: «του την έχω στημένη, γιατί μου τη
βγήκε άσχημα». Για συνών. βλ. φρ. μου βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε
ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- μου
’παιξε άσχημο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- μου
χτύπησε άσχημα στ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- μου
χτύπησε άσχημα στη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- μου
χτύπησε άσχημα στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
-
μπλέκω άσχημα, περιέρχομαι
σε πολύ άσχημη θέση: «η γυναίκα του αποδείχτηκε παλιοθήλυκο κι έμπλεξε άσχημα».
(Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις
άσχημα και θα ’χεις ιστορίες)·
- νιώθω
άσχημα, α. είμαι αδιάθετος: «εγώ θα φύγω για το σπίτι, γιατί νιώθω
κάπως άσχημα». β. καταπιέζομαι ψυχικά: «νιώθω άσχημα να κάθομαι, τη
στιγμή που υπάρχει όρθιος γέρος άνθρωπος»·
- οι
δουλειές μου πάνε άσχημα ή πάνε άσχημα οι δουλειές μου, βλ. λ. δουλειά·
- παίρνω
άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο δρόμο ή παίρνω τον άσχημο το
δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάω
άσχημα, η υγεία μου ή τα οικονομικά μου επιδεινώνονται: «και μετά την
εγχείρηση που έκανα, πάω άσχημα || δεν ξέρω τι κάνεις εσύ με τα οικονομικά σου,
πάντως εγώ πάω άσχημα·
- περνώ
άσχημα, ζω δύσκολα, αντιμετωπίζω προβλήματα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν οι
δουλειές μου έξω, περνώ άσχημα»·
- πέφτω
σ’ άσχημα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- τ’
ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας, βλ. λ. ρούγα·
- την
έπαθε άσχημα, βλ. φρ. την πάτησε άσχημα·
- την
έχω άσχημα, αντιμετωπίζω σοβαρό οικονομικό πρόβλημα ή πρόβλημα υγείας ή
αντιμετωπίζω υπόθεση, ιδίως νομική, που δείχνει πως θα αποβεί σε βάρος μου: «
απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, την έχω άσχημα || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο
γιατρός, μου ’πε πως την έχω άσχημα || ο δικηγόρος με συμβούλεψε να βρω κι
άλλους μάρτυρες για τη δίκη, γιατί την έχω άσχημα»·
- την
πάτησε άσχημα, α. ξεγελάστηκε, έπεσε θύμα απάτης: «μπλέχτηκε με κάτι
απατεώνες και την πάτησε άσχημα». β. δημιουργήθηκε σοβαρό οικονομικό
πρόβλημα ή σοβαρό πρόβλημα υγείας σε βάρος του: «έριξε όλα του τα λεφτά σε μια
επιχείρηση, αλλά την πάτησε άσχημα, γιατί οι δουλειές δεν πήγαν καθόλου καλά ||
έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα και την πάτησε άσχημα, γιατί
βγήκε με κάταγμα λεκάνης»·
- το
άσχημο είναι που… ή το άσχημο είναι πως… ή το άσχημο είναι ότι…, δηλώνει
τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας για κάποια υπόθεση ή κατάσταση: «το άσχημο
είναι που, ενώ πήρε εκείνος τα λεφτά μέσ’ απ’ το ταμείο, έλεγε πως τα πήρα εγώ
|| θέλουμε να πάμε εκδρομή, αλλά το άσχημο είναι ότι δε βοηθάει ο καιρός»·
- τον
βρήκα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον
βρήκα σ’ άσχημη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον
πέτυχα σ’ άσχημη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον
πέτυχα σ’ άσχημη ώρα·
- του
βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω άσχημα ή του τη βγαίνω στο άσχημο, ενεργώ,
συμπεριφέρομαι εναντίον του με βίαιο ή προκλητικό τρόπο: «εγώ του τη βγαίνω
άσχημα κι αυτός, επειδή με φοβάται, κάνει πως δεν καταλαβαίνει». Για συνών. βλ.
φρ. του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω
στο ανάποδο, λ. ανάποδος·
- φέρομαι
άσχημα, συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, με απρέπεια ή με σκληρότητα: «χτες βράδυ
στο χορό φέρθηκες άσχημα στον καβαλιέρο της αδερφής σου || πολύ άσχημα φέρεσαι
σ’ αυτό το παιδί».