άσχετος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄσχετος <ά- στερητ. + σχέσις], άσχετος. 1. που δεν έχει
σχέση με κάτι, που έχει πλήρη άγνοια, που είναι ανίδεος με το θέμα ή την
υπόθεση που κουβεντιάζεται: «ο τάδε είναι άσχετος με τη ληστεία της τράπεζας ||
είσαι εντελώς άσχετος με την υπόθεση, γι’ αυτό μη μιλάς». 2α. (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο παίχτης που δεν ξέρει καλή μπάλα: «τον διώξαμε απ’
την ομάδα, γιατί ήταν άσχετος». β. (για τάβλι) αυτός που δεν ξέρει να
παίζει καλό τάβλι: «δεν παίζω τάβλι μαζί σου, γιατί είσαι άσχετος». Επίρρ. άσχετα
κ. ασχέτως·
- άσχετα
μ’ αυτό, δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που λες: «εσύ δε μου ’πες πως ο τάδε
μας κάρφωσε στην Ασφάλεια; -Άσχετα μ’ αυτό, εγώ είπα απλώς πως έμαθα ότι θα
πήγαινε στην Ασφάλεια»·
- άσχετη
δουλειά ή άσχετες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι
άσχετος, δεν έχω καμιά σχέση με αυτό που γίνεται ή έγινε ή με αυτό που
κουβεντιάστηκε ή κουβεντιάζεται: «εμένα μη με ρωτάτε να σας πω οτιδήποτε, γιατί
είμαι άσχετος μ’ αυτά που έγιναν || δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη, γιατί είμαι
άσχετος μ’ αυτά που κουβεντιάζετε»·
- είναι
άσχετος από δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
άσχετος με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τι
λε(ς), βρε άσχετε! ή τι λε(ς), ρε άσχετε! τι είναι αυτά που λες,
αφού έχεις πλήρη άγνοια για την υπόθεση ή γι’ αυτό που γίνεται λόγος: «τι λε,
ρε άσχετε, αφού δεν έγιναν έτσι τα πράγματα:».