φεγγάρι, το, ουσ. [<μσν. φεγγάρι(ν) <φεγγάριον, υποκορ.
του αρχ. ουσ. φέγγος], το φεγγάρι. 1. το σεληνόφως: «κάναμε βαρκάδα με
φεγγάρι». 2. η Σελήνη: «πρώτοι οι Αμερικάνοι αστροναύτες πάτησαν στο φεγγάρι».
(Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
ανάλογα με τα φεγγάρια του, ανάλογα με την ψυχολογική του κατάσταση,
ανάλογα με τη διάθεσή του: «πότε είναι χαρούμενος και πότε μουτρωμένος, ανάλογα
δηλαδή με τα φεγγάρια του || συμπεριφέρεται ανάλογα με τα φεγγάρια του || δεν
μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι ανάλογα με τα φεγγάρια του»·
-
γεμάτο φεγγάρι, η πανσέληνος: «τέλη του μηνός θα ’χουμε γεμάτο φεγγάρι»·
-
για ένα φεγγάρι, βλ. φρ. ένα φεγγάρι·
-
είναι με τα φεγγάρια του, έχει ιδιοτροπίες, παραξενιές, λόξες: «πρέπει
να τον βρεις στην κατάλληλη στιγμή, για να του ζητήσεις αυτό που θέλεις, γιατί
είναι με τα φεγγάρια του». Συνών. είναι με τις μέρες του / είναι με τις
νότες του / είναι με τις ώρες του·
-
ένα φεγγάρι, στο παρελθόν και σε ακαθόριστο χρονικό διάστημα, μεγάλο ή
μικρό: «απ’ ότι ξέρω, ένα φεγγάρι έμεινε σ’ αυτή τη διεύθυνση, αλλά τώρα δεν
ξέρω πού μένει || ένα φεγγάρι γυρνούσε συνέχεια μεθυσμένος, αλλά τώρα
συμμαζεύτηκε || ένα φεγγάρι έκανε τον ταξιτζή»·
-
έχει τα φεγγάρια του, βλ. φρ. είναι με τα φεγγάρια του·
-
έχω κάτι φεγγάρια να…, έχω πολύ καιρό να…: «δεν ξέρω τι κάνει ο τάδε,
γιατί έχω κάτι φεγγάρια να τον δω || έχω κάτι φεγγάρια να περάσω απ’ αυτό το
μπαράκι»·
-
ζει στο φεγγάρι, είναι τελείως εκτός πραγματικότητας, έχει παντελή
άγνοια για όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «ο φίλος σου ζει στο φεγγάρι, για να
μην ξέρει πως κάθε χρόνο πρέπει να υποβάλλει φορολογική δήλωση»·
- ήλιος και φεγγάρι, παντρεύονται οι γαϊδάροι, βλ. λ. ήλιος·
-
θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι, έχει υπερβολικές απαιτήσεις, ζητάει
παράλογα πράγματα: «είναι εξοντωτικός διαπραγματευτής, γιατί, σε κάθε
διαπραγμάτευση που κάνει θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι»·
-
λειψό φεγγάρι, η σελήνη που βρίσκεται στην πρώτη ή την τελευταία φάση
της: «μόλις γίνει λειψό το φεγγάρι, έλα πάλι να ξανακουβεντιάσουμε την υπόθεσή
σου»·
-
ολόγεμο φεγγάρι ή ολόγιομο φεγγάρι, βλ. φρ. γεμάτο φεγγάρι·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο γεμιτζής, βλ. συνηθέστ. όρθιο φεγγάρι,
δίπλα ο καπετάνιος·
- όρθιο φεγγάρι, δίπλα ο καπετάνιος, όταν τα πράγματα στη ζωή ενός
ανθρώπου εξελίσσονται κανονικά, τότε δεν είναι απαραίτητο να επαγρυπνεί
διαρκώς. Από το ότι, όταν το φεγγάρι είναι όρθιο, επικρατεί καλός καιρός και ο
καπετάνιος μπορεί να κοιμάται ήσυχος·
-
πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο γεμιτζής, βλ. συνηθέστ. πλαγιαστό φεγγάρι,
όρθιος ο καπετάνιος·
- πλαγιαστό φεγγάρι, όρθιος ο καπετάνιος, κάθε φορά που αντιμετωπίζει
κάποιος δυσκολίες, πρέπει να επαγρυπνεί διαρκώς. Από το ότι, όταν το φεγγάρι
είναι πλαγιαστό, επικρατεί άσχημος καιρός, οπότε ο καπετάνιος πρέπει να
επαγρυπνεί·
-
πρόσωπο φεγγάρι, βλ. λ. πρόσωπο·
- το μπλε φεγγάρι, έτσι λέγεται η δεύτερη πανσέληνος
μέσα στον ίδιο μήνα, κάτι που παρουσιάζεται κάθε δυόμισι χρόνια: «στα τέλη
Ιουλίου του 2004 είχαμε μπλε φεγγάρι». Από αγγλική έκφραση που σημαίνει πως
είναι κάτι σπάνιο. Βέβαια, το χρώμα αυτής της πανσέληνου είναι κανονικά κίτρινο·
- του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει, βλ. λ. Γενάρης.