φαφούτης, ο, θηλ. φαφούτα κ. φαφούτισσα, η, ουσ.
[ίσως ηχομιμητική λ. από τον ήχο φα-φου της προφοράς αυτού που του έπεσαν τα
δόντια], άνθρωπος χωρίς δόντια και, κατ’ επέκταση, ο γέρος: «δεν μπορεί να φάει
σκληρές τροφές, γιατί είναι φαφούτης»· βλ. και φρ. γεροφαφούτης·
- η φαφούτα τρώει φρούτα και για μας ούτε γιαρμάς, δηλώνει πως άνθρωποι που είναι
ανάξιοι ευδοκιμούν στη ζωή τους, ενώ άλλοι που ίσως και να αξίζουν υποφέρουν: «απ’
τη στιγμή που ζούμε στην εποχή της αναξιοκρατίας, η φαφούτα τρώει φρούτα και
για μας ούτε γιαρμάς».