φατσούλα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. φάτσα]. 1. άνθρωπος
με πολύ συμπαθητικό πρόσωπο: «όταν βλέπω τη φατσούλα της, μου ’ρχεται να τη
φιλήσω». 2. άνθρωπος αρκετά έξυπνος, αρκετά πονηρός: «είναι φατσούλα ο
τύπος και ξέρει ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές». 3. ο μικροαπατεώνας: «δεν
μπορώ να πιστέψω ακόμα πως σε ξεγέλασε αυτή η φατσούλα!»·
- κάνω φατσούλες, κάνω διάφορες γκριμάτσες μπροστά σε νήπιο, για να το
διασκεδάσω ή για να το κάνω να πάψει να κλαίει: «ο παππούς είχε το μωράκι στα
γόνατά του κι έκανε διάφορες φατσούλες, μήπως και σταματήσει το κλάμα του»·
- παίρνω φατσούλες, βλ. φρ. κάνω φατσούλες.