φάσκελο, το κ. φασκελιά, η, ουσ. [<αρχ. φάσκελος],
υβριστική χειρονομία με ανοιχτή την παλάμη στο πρόσωπο ή προς το πρόσωπο
κάποιου, η μούντζα: «μόλις τράκαραν οι οδηγοί, βγήκαν απ’ τ’ αυτοκίνητά τους κι
άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν φάσκελα»·
-
ρίχνω φάσκελα ή ρίχνω τα φάσκελά μου, (γενικά) μουντζώνω: «όταν
είναι νευριασμένος, ρίχνει φάσκελα δεξιά αριστερά κι όποιον πάρει ο χάρος»·
-
σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα να ’χ’ η πανούκλα, βλ. λ. συνάχι·
-
του ρίχνω δυο φάσκελα, τον μουντζώνω και με τα δυο μου τα χέρια: «όπως
με προσπερνούσε φουλαριστός με τ’ αυτοκίνητό του, του ’ριξα δυο φάσκελα, γιατί
η προσπέραση γινόταν αντικανονικά»·
-
του ρίχνω ένα φάσκελο, τον μουντζώνω με το ένα μου το χέρι: «όπως με
προσπερνούσε με τ’ αυτοκίνητό του με μούντζωσε, αλλά πρόλαβα κι εγώ κι του
’ριξα ένα φάσκελο»·
-
του ρίχνω τα φάσκελά του, τον μουντζώνω συνήθως με τα δυο μου τα χέρια:
«επειδή με μούντζωσε, του ’ριξα κι εγώ τα φάσκελά του, για να πατσίσουμε».