φάση, η,
ουσ. [<αρχ. φάσις <φαίνω], η φάση. 1. (στη νεοαργκό) ευχάριστη ή
δυσάρεστη κατάσταση που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας ή αλλού και που
παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη κουτσομπολιού: «μόλις συναντηθήκαμε, έγινε
φάση απ’ τα φιλιά και τις αγκαλιές που ακολούθησαν || μόλις συναντήθηκαν στο
καφενείο, να δεις φάση εσύ απ’ τις κλοτσιές και τις μπουνιές που ακολούθησαν!».
(Τραγούδι: ήταν όμως μία φάση, που μπορούσε να στη σπάσει). 2.
περίοδος, στιγμή: «βρίσκεται σε άσχημη φάση, γιατί δεν πάνε καλά οι δουλειές
του || η φάση που περνάει τον τελευταίο καιρό είναι η καλύτερη της ζωής του». 3.
(ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) ο χρόνος από τη στιγμή που αρχίζει να εξελίσσεται
μια προσπάθεια ενός ή περισσότερων παιχτών και ο χρόνος που διαρκεί αυτή η
εξέλιξη: «η φάση άρχισε απ’ τη στιγμή που πήρε την μπάλα ο τάδε, πέρασε έναν
αντίπαλό του, ύστερα κι άλλον, πάσαρε στον συμπαίχτη του που ήταν αμαρκάριστος,
κι αυτός μ’ ένα ευθύβολο σουτ έστειλε την μπάλα στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας
|| οι καλές φάσεις του αγώνα ήταν λίγες || την Κυριακή μετά τις ειδήσεις των
οχτώ η τηλεόραση δείχνει τις σπουδαιότερες φάσεις των αγώνων του ποδοσφαίρου και
του μπάσκετ || ο διαιτητής απέβαλε τον παίχτη, γιατί χτύπησε τον αντίπαλό του
εκτός φάσεως»·
-
γίνεται φάση, εκτυλίσσεται ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση ή κατάσταση
που έχει ενδιαφέρον από άποψη κουτσομπολιού: «όταν βρίσκεται όλη η παρέα στα
μπουζούκια, γίνεται φάση || πάμε γρήγορα στο καφενείο, γιατί έμαθα πως
πιάστηκαν οι τάδε στα χέρια και γίνεται φάση || παρακολουθώ πάντα τα συνέδρια
του κόμματος, γιατί γίνεται φάση»·
-
διαβάζει τη φάση, (ιδίως για ποδοσφαιριστή) μαντεύει συνήθως πώς θα
εξελιχθεί η φάση και πράττει, κινείται ανάλογα: «λίγοι μπορούν να ξεγελάσουν
τον τερματοφύλακά μας, γιατί έχει την ικανότητα να διαβάζει τη φάση και να
παίρνει την κατάλληλη θέση»·
-
έγινε η φάση, επιβλήθηκε η σεξουαλική πράξη: «την είχα όλο το βράδυ στην
γκαρσονιέρα μου και κάποια στιγμή έγινε η φάση»·
-
έχει φάση, είναι αστείος ή έχει ενδιαφέρον: «χαίρομαι να κάνω παρέα μαζί
του, γιατί έχει φάση αυτός ο άνθρωπος!»· βλ. και φρ. γίνεται φάση·
-
καθαρίζω τη φάση, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) αποσοβώ την
επίτευξη τέρματος σε βάρος της ομάδας μου, με την ενέργειά μου δίνω ευνοϊκή
λύση σε δύσκολη στιγμή της ομάδας μου: «λίγο πριν σουτάρει ο αντίπαλος,
κατόρθωσε ο τάδε και του ’κλεψε την μπάλα κι έτσι καθάρισε τη φάση». β. (για
πληρωμένους διαιτητές ποδοσφαίρου) υποδεικνύω ανύπαρκτο παράπτωμα σε παίχτη που
είναι έτοιμος να δημιουργήσει σοβαρό κίνδυνο στην αντίπαλη ομάδα: «κάθε φορά
που η ομάδα μας δημιουργούσε προϋποθέσεις για γκολ, ο διαιτητής μ’ ένα σφύριγμα
καθάριζε τη φάση». γ. (γενικά) διευθετώ εκρηκτική κατάσταση, επιβάλλω
την ηρεμία και την τάξη με τον τρόπο μου: «παραλίγο να γινόταν φασαρία, αλλά
την τελευταία στιγμή ήρθε ο τάδε και καθάρισε τη φάση». Από τη γλώσσα του
ποδοσφαίρου·
-
καλή φάση, έκφραση ικανοποίησης για τον τρόπο με τον οποίο
διαδραματίζεται ή διαδραματίστηκε κάτι ή για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται
ή εξελίχτηκε κάτι: «ήταν το πέμπτο τζόκερ, κι ο φίλος μου αναδείχτηκε ο
μοναδικός νικητής. -Καλή φάση»·
-
παίζει φάση, (στη νεοαργκό) εκτυλίσσεται κατάσταση, ιδίως ευχάριστη:
«κάθε φορά που είμαστε φτιαγμένοι, παίζει φάση»· βλ. και φρ. γίνεται φάση·
-
πήρε τη φάση απάνω του, (για διαιτητές ποδοσφαίρου) ανέλαβε την ευθύνη
για την εξέλιξη αμφισβητούμενης φάσης παρά την υπόδειξη του λάιτσμαν για
παράπτωμα: «ο διαιτητής αγνόησε την υπόδειξη του λάιτσμαν για οφσάιντ, και πήρε
τη φάση απάνω του υποδεικνύοντας να συνεχιστεί το παιχνίδι»·
-
στημένη φάση, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) που δεν υπάρχει εξέλιξη, που
δεν εξελίσσεται, που η μπάλα και οι παίχτες και των δυο ομάδων είναι
ακινητοποιημένοι. Συνήθως τέτοια φάση είναι το χτύπημα φάουλ ή το χτύπημα
κόρνερ: «είναι άδικο να δέχεται κάθε τόσο γκολ η ομάδα μας από στημένες
φάσεις».