φασαρία, η,
ουσ. [<ιταλ. fassaria], η φασαρία· δυσάρεστη, ενοχλητική, φορτική ασχολία:
«φτιάχνω το φράχτη της αυλής μου κι αν δεν τελειώσω μ’ αυτή τη φασαρία που
καταπιάστηκα, δε θα μπορέσω να ’ρθω»·
-
γίνεται φασαρία, γίνεται κάποιο επεισόδιο, κάποιος καβγάς: «αρπάχτηκε
χωρίς λόγο μ’ έναν άγνωστο κι έγινε φασαρία». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα
λεμονάδικα έγινε φασαρία, δυο λαχανάδες πιάσανε και κάναν’ την
κυρία)·
-
γίνονται φασαρίες, γίνονται δυναμικές αναμετρήσεις ανάμεσα σε δυο ομάδες
ανθρώπων, που προξενούν θόρυβο και αναστάτωση, γίνονται επεισόδια: «τις πιο
πολλές φορές κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διαδηλώσεων γίνονται φασαρίες με
ομάδες αναρχικών»·
-
έχω φασαρία ή έχω φασαρίες, έχω δυσκολίες, μπλεξίματα, περίπλοκες
υποθέσεις, σκοτούρες, δυσάρεστες ασχολίες, φροντίδες: «έχω φασαρίες με την
αστυνομία || την άλλη βδομάδα παντρεύω την κόρη μου κι έχω φασαρίες || έχει
φασαρίες στο σπίτι του, γιατί το βάφει || έχει φασαρίες με την εφορία || έχω
φασαρίες με το γείτονά μου, γιατί παρκάρει τ’ αυτοκίνητό του μπροστά στην πόρτα
του σπιτιού μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν δε μου δώσει η μάνα σου σαράντα
ομολογίες και άλλες τόσα μετρητά, θα ’χουμε φασαρίες)·
-
κάνω φασαρία ή κάνω φασαρίες, α. αντιδρώ έντονα με φωνές:
«έκανε φασαρία, γιατί του ’φερε το γκαρσόνι φουσκωμένο λογαριασμό». β.
φωνασκώ, ατακτώ: «πάψε να κάνεις φασαρία, για ν’ ακούσουμε τι λέει ο άνθρωπος!».
γ. δημιουργώ προβλήματα, επεισόδια, καβγαδίζω: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας,
γιατί, όπου και να πάμε, κάνει φασαρίες». (Λαϊκό τραγούδι: βρε συ Θωμά, μην κάνεις
φασαρίες, γιατί θα μπλέξεις άσχημα και θα ’χεις ιστορίες)·
-
πολλή φασαρία για το τίποτα, βλ. φρ. πολύς θόρυβος για το τίποτα, λ.
θόρυβος·
-
τόση φασαρία για το τίποτα! βλ. φρ. τόσος θόρυβος για το τίποτα! λ.
θόρυβος·
-
τον βάζω σε φασαρία ή τον βάζω σε φασαρίες, α. τον
υποχρεώνω να ασχοληθεί να τρέξει, να κοπιάσει, ιδίως για δική μου υπόθεση:
«επειδή είναι φίλος μου, κάθε τόσο τον βάζω σε φασαρίες για διάφορες
εξυπηρετήσεις». β. τον υποχρεώνω να ασχοληθεί, να τρέξει, να κοπιάσει
για κάποια υπόθεση παρά τη θέλησή του: «όταν τον βάζουν σε φασαρίες, τρώει
άνθρωπο, γιατί αφήνει τη δική του δουλειά και τρέχει για άλλες!»·
-
του κάνω φασαρία, τον επιπλήττω έντονα, τον κατσαδιάζω: «του ’κανε
φασαρία ο διευθυντής του, γιατί άργησε πάλι το πρωί να πάει στη δουλειά του».