φάρδος, το,
ουσ. [<φαρδύς + κατάλ. -ός], το φάρδος· η μεγάλη τύχη: «τέτοιο φάρδος δεν
έχω ξαναδεί σε άνθρωπο!»·
-
έχει φάρδος, είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανένας χαρτιά μαζί του,
γιατί έχει τέτοιο φάρδος, που δε σ’ αφήνει να πάρεις χαρτωσιά».