φάπα, η,
ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο φαπ!]. 1. χτύπημα με την παλάμη στο
κεφάλι ή στο σβέρκο κάποιου, η καρπαζιά: «μόλις άρχισε να λέει βλακείες, έπεσαν
βροχή οι φάπες και σταμάτησε την κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: στο ’πα
Νικολάκη, Νικολάκη στο ’πα, αλλά εσύ ποτέ σου δε μ’ ακούς, οι γυναίκες θέλουνε
και φάπες για να μη μας λένε μαλακούς).2. (ειρωνικά)
ο φορολογικός νόμος του Φ.Π.Α.: «κανένας έμπορος δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τη
φάπα που ψήφισε η κυβέρνηση». 3. το ηθικό πλήγμα, ο ηθικός εξευτελισμός:
«δεν αντέχω άλλες φάπες στη ζωή μου». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
-
είναι για φάπες, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται με
τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού είπε τέτοια λόγια για σένα,
είναι για φάπες». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
έφαγε φάπες του ή έφαγε τις φάπες του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον:
«πήγε να τα βάλει με τον τάδε κι έφαγε τις φάπες του». Για συνών. βλ. φρ. έφαγε
χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
-
θα φας φάπες ή θα φας τις φάπες σου, απειλή σε κάποιον που μας
ενοχλεί ή μας προκαλεί πως θα τον δείρουμε: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα φας τις
φάπες σου». (Λαϊκό τραγούδι: την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε
ρύζι, πάλι τις φάπες σου θα φας κι ο κόσμος ας με βρίζει)·
-
θέλει φάπες ή θέλει τις φάπες του ή τις θέλει τις φάπες του, βλ.
φρ. είναι για φάπες·
- πλακώνομαι στις φάπες, μαλώνω με κάποιον ανταλλάσσοντας
χτυπήματα: «είχαν από καιρό προηγούμενα και μόλις συναντήθηκαν, πλακώθηκαν στις
φάπες»·
- τον πέθανα στις φάπες, βλ. φρ. τον τρέλανα στις φάπες·
- τον πλάκωσα στις φάπες, τον έδειρα, τον ξυλοκόπησα:
«μόλις τον άκουσα να βρίζει το φίλο μου, τον πλάκωσα στις φάπες». Για συνών.
βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον τάραξα στις φάπες, τον έδειρα άγρια, ξυλοκόπησα:
«επειδή μιλούσε άσχημα για το φίλο μου, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον τάραξα
στις φάπες». Για συνών. τον τάραξα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
τον τρέλανα στις φάπες, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή κορόιδευε γέρο
άνθρωπο, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον τρέλανα στις φάπες». Για συνών. βλ.
φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
-
του άστραψα μια φάπα, τον χτύπησα δυνατά με την παλάμη μου στο κεφάλι ή
στο σβέρκο του: «επειδή με διέκοπτε συνεχώς και δε μ’ άφηνε να μιλήσω, του
άστραψα μια φάπα κι ησύχασε». Για συνών. βλ. φρ. του άστραψα ένα χαστούκι, λ.
χαστούκι·
-
του ’δωσα μια φάπα, βλ. φρ. του ’ριξα μια φάπα·
-
του ’δωσα φάπες ή του ’δωσα τις φάπες του, βλ. φρ. του ’ριξα
φάπες ή του ’ριξα τις φάπες του·
- του ’ριξα μια φάπα, τον χτύπησα με την παλάμη μου στο
κεφάλι ής το σβέρκο: «όπως περνούσε από δίπλα μου του ’ριξα μια φάπα». Για
συνών. βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του ’ριξα φάπες ή του ’ριξα τις φάπες του, τον έδειρα, τον
ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «επειδή έλεγε συνέχεια βλακείες, του
’ριξα τις φάπες του κι ησύχασε». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια ή
του ’ριξα τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
-
του κάθισα μια φάπα, βλ. φρ. του άστραψα μια φάπα·
-
του ’κοψα μια φάπα, βλ. φρ. του ’ριξα μια φάπα·
-
του ’σκασα μια φάπα, του έδωσα ένα δυνατό χτύπημα με την παλάμη μου στο
κεφάλι ή στο σβέρκο: «όπως περνούσε από δίπλα μου του ’σκασα μια φάπα». Για
συνών. βλ. φρ. του ’σκασα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
-
του τράβηξα μια φάπα, βλ. φρ. του ’ριξα μια φάπα·
-
τρώω γερή φάπα, δέχομαι ισχυρό πλήγμα: «από την οργανωμένη επιχείρηση
της αστυνομίας οι έμποροι των ναρκωτικών έφαγαν γερή φάπα»·
-
τρώω φάπες ή τρώω τις φάπες μου, α. τρώω ξύλο από κάποιον
και, κατ’ επέκταση, με νικά: «μόλις έφαγε τις φάπες του, κάθισε φρόνιμα». (Λαϊκό
τραγούδι: σε μένα τώρα δεν κολλάς, πάλι τις φάπες σου θα φας! Στο ’πα
να κάτσεις φρόνιμα, δεν ξαναπιάνω γκόμενα!). β. αντιμετωπίζω
καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «στο εξής δε θ’ αφήνω
λέξη να πέφτει κάτω, γιατί κουράστηκα να τρώω φάπες». γ. βρίσκομαι
μπροστά σε δυσκολίες που δεν περίμενα: «ενώ όλα πήγαιναν μια χαρά στη δουλειά,
ξαφνικά άρχισα να τρώω φάπες και δεν ήξερα τι να κάνω». Για συνών. βλ. φρ. τρώω
χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, λ. χαστούκι.