φάντασμα, το, ουσ. [<αρχ. φάντασμα], το φάντασμα. 1.
άνθρωπος πολύ χλωμός, ισχνός και αδύναμος: «έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο, κι
όταν βγήκε, ήταν σαν φάντασμα». 2. άνθρωπος που ενεργεί χωρίς να γίνεται
αντιληπτός: «ήρθε σαν φάντασμα, πήρε αυτό που ήθελε να πάρει κι έφυγε χωρίς να
τον πάρει κανένας μυρουδιά». 3. (για χρηματιστήριο) εταιρεία ή μετοχή
που η αξία της δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική της τιμή σύμφωνα με τα
χρηματοοικονομικά μεγέθη της εταιρείας ή λέγεται για εταιρεία που είναι
ανύπαρκτη: «έκανε μια εταιρία φάντασμα κι έφαγε τα λεφτά του κοσμάκη». Η λ. σε
ευρεία χρήση από το 1999-2000, περίοδο της μεγάλης κομπίνα του χρηματιστηρίου
της Σοφοκλέους. Συνών. φούσκα (6). Εκτός από τα παραμύθια, όπου υπάρχουν
καλά και κακά φαντάσματα, η λαϊκή παραφιλολογία έχει δημιουργήσει κατά καιρούς
τους δικούς της ήρωες ανθρώπους-φαντάσματα. Έτσι οι πιο παλιοί θα θυμούνται το Μικρό
Ήρωα, το γενναίο μαχητή εναντίον των Γερμανών κατακτητών Γιώργο Θαλάσση,
το θρυλικό ελληνόπουλο παιδί-φάντασμα, που υπήρξε πνευματικό δημιούργημα
του λογοτέχνη και δημοσιογράφου Στέλιου Ανεμοδουρά. Πρβλ.: πάλι οι κακοί μας
κύκλωσαν, με όλα τα σκυλιά, μα νάτος ο μικρός μας ήρωας, που μέσα μας
ξυπνά, κι ατρόμητος ορμά (Τραγούδι)·
-
βλέπει φαντάσματα, α. πλάθει με τη φαντασία του αόρατους,
ανύπαρκτους εχθρούς: «είναι τόσο φοβητσιάρης, που παντού βλέπει φαντάσματα». β.
είναι ονειροπαρμένος: «μην πάρεις στα σοβαρά αυτά που σου λέει, γιατί βλέπει
φαντάσματα ο φουκαράς»·
-
βλέπει φαντάσματα πίσω απ’ τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
-
έγινε φάντασμα του εαυτού του, είναι υπερβολικά χλωμός, ισχνός και
αδύναμος: «μετά το θάνατο του πατέρα του, έγινε φάντασμα του εαυτού του ||
ταλαιπωρήθηκε μήνες με την αρρώστια που είχε κι έγινε φάντασμα του εαυτού του»·
-
ιστορίες για φαντάσματα ή ιστορίες με φαντάσματα, βλ. λ. ιστορία·
-
πλοίο φάντασμα, που εμφανίζεται και εξαφανίζεται μυστηριωδώς σαν
φάντασμα: «στα παλιά τα χρόνια πολλοί ναυτικοί είχαν αναφερθεί σε πλοία
φαντάσματα»·
-
φαντάσματα του παρελθόντος, οτιδήποτε προέρχεται από το παρελθόν που μας
άφησε οδυνηρές εμπειρίες: «ελπίζω πως κανένας από εμάς δε θέλει να
ξαναζωντανέψουν τα φαντάσματα του χουντικού παρελθόντος». Χρησιμοποιείται
περισσότερο στην πολιτική.