φαντασία, η, ουσ. [<αρχ. φαντασία], η φαντασία·
-
είναι γέννημα της φαντασίας σου, βλ. λ. γέννημα·
-
είναι πλάσμα της φαντασίας σου, βλ. λ. πλάσμα·
-
έχει αχαλίνωτη φαντασία, βλ. φρ. καλπάζει η φαντασία του·
-
έχει φαντασία, έχει την ικανότητα να δημιουργεί κάτι πρωτότυπο ή να
ενεργεί πρωτότυπα: «αυτός ο συγγραφέας έχει φαντασία || αυτός ο μουσικός έχει
φαντασία || αυτός ο κλέφτης έχει φαντασία»·
- καλπάζει η φαντασία του, α. είναι πολύ ευφάνταστος: «η
φαντασία του τάδε ποιητή καλπάζει». β. (ειρωνικά) πλάθει φανταστικά
γεγονότα ή μεγαλοποιεί ασήμαντες καταστάσεις: «από μικρό παιδί καλπάζει η
φαντασία του και μας δημιουργεί συνέχεια ένα σωρό προβλήματα»·
-
κατά φαντασίαν ασθενής, αυτός που ασχολείται συνέχεια με την υγεία του,
επειδή έχει την εντύπωση πως πάσχει από διάφορες αρρώστιες, ενώ στην
πραγματικότητα είναι υγιής: «έχουμε τον παππού μας που τρέχει όλη την ώρα στους
γιατρούς, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής ο καημένος»·
-
με φαντασία, (ιδίως για πνευματική ή καλλιτεχνική δημιουργία) που
δημιουργείται με πρωτοτυπία, με έμπνευση: «είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο με
φαντασία || είναι ζωγράφος που ζωγραφίζει με φαντασία».