φανέλα, η,
ουσ. [<βενετ. fanela <ιταλ. flanela <αγγλ. flannel], η φανέλα· το πάνω
μέρος της αθλητικής στολής, ιδίως των παιχτών του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ και
του βόλεϊ: «ο Άρης Θεσσαλονίκης παίζει με κιτρινόμαυρες φανέλες, ο Π.Α.Ο.Κ με
ασπρόμαυρες». Υποκορ. φανελάκι, το και φανελίτσα, η (βλ. λ.)·
- αλλάζει πολλές φανέλες στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- βαριά φανέλα, χαρακτηρίζει ιστορική ή ισχυρή ομάδα, ιδίως
ποδοσφαιρική: «απ’ τη στιγμή που μεταγράφηκα στον ΠΑΟΚ, θα βάλω όλα τα δυνατά
μου, γιατί δεν ξαναφόρεσα μέχρι τώρα τόσο βαριά φανέλα»·
- έγινα φανέλα, (στη νεοαργκό) ξεφτιλίστηκα, ρεζιλεύτηκα: «δε μ’
έφτασαν τα λεφτά μου να πληρώσω το λογαριασμό, κι έγινα φανέλα στο γκαρσόνι του
μαγαζιού». Συνών. έγινα ζάντα / έγινα κουρούμπελο / έγινα ρόμπα·
-
ιδρώνω για τη φανέλα ή ιδρώνω για τη φανέλα μου, (ιδίως για
ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) αγωνίζομαι φιλότιμα για την τιμή της ομάδας
μου: «όλοι οι παίχτες της ομάδας μας σε κάθε αγώνα ιδρώνουν για τη φανέλα
τους». Αναφορά στους παίχτες που αγωνίζονταν στις ομάδες τους, πριν γίνει το
ποδόσφαιρο και το μπάσκετ επαγγελματικό, και δεν αμείβονταν με τα αστρονομικά
ποσά που αμείβονται οι παίχτες σήμερα·
-
ιδρώνω τη φανέλα ή ιδρώνω τη φανέλα μου, (ιδίως για
ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) αγωνίζομαι με επαγγελματική ευσυνειδησία, αγωνίζομαι
με πάθος: «χαλάλι τα λεφτά που δώσαμε για την απόκτηση αυτού του παίχτη, γιατί
σε κάθε αγώνα ιδρώνει τη φανέλα του»·
-
κρεμώ τη φανέλα ή κρεμώ τη φανέλα μου, (ιδίως για ποδοσφαιριστές
ή μπασκετμπολίστες) σταματώ την αθλητική μου σταδιοδρομία: «μετά το τέλος αυτού
του παιχνιδιού είναι αποφασισμένος να κρεμάσει τη φανέλα του»·
-
παίζω για τη φανέλα ή παίζω για τη φανέλα μου, (ιδίως για
ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) αγωνίζομαι για την τιμή και τη δόξα της
ομάδας μου: «σήμερα οι ποδοσφαιριστές παίρνουν μυθικά ποσά, αλλά εμείς στα
χρόνια μας παίζαμε μόνο για τη φανέλα»·
-
παίζουν με τις φανέλες, (ιδίως για ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες)
αγωνίζονται με τη σιγουριά, με τον αέρα της μεγάλης ομάδας: «οι παίχτες του
Ολυμπιακού, με την εντύπωση πως παίζουν με τις φανέλες, έχασαν από τον ουραγό
του πρωταθλήματος»·
-
τιμώ τη φανέλα μου ή τιμώ τη φανέλα που φορώ, (ιδίως για
ποδοσφαιριστές ή για μπασκετμπολίστες), αγωνίζομαι φιλότιμα για την ομάδα μου,
αγωνίζομαι με πάθος: «οι παίχτες της εθνικής ομάδας τίμησαν τη φανέλα τους και
νίκησαν τους αντιπάλους τους με 2-0»·
- τον έκανα φανέλα, (στη νεοαργκό) τον ξευτέλισα, τον
ρεζίλεψα: «το ’παιζε μουράτος, αλλά τον έκανα φανέλα». Συνών. τον έκανα
ζάντα / τον έκανα κουρούμπελο / τον έκανα ρόμπα.