φαλακρός, -ή, -ό, επίθ. [<φαλάκρα + κατάλ. -ος], βλ. λ. καραφλός·
- δυο φαλακροί μαλώνανε για μια τσατσάρα, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση
που δυο άτομα μαλώνουν για άσχετη με αυτούς υπόθεση: «χωρίς να γνωρίζετε το
ζευγάρι, διαφωνείτε αν πρέπει να παντρευτούν ή όχι κι αυτό μου θυμίζει το δυο
φαλακροί μαλώνανε για μια τσατσάρα»·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, δεν πρόκειται να κερδίσεις, να
πραγματοποιήσεις το παραμικρό κέρδος, το παραμικρό όφελος, τίποτα: «αν μπλέξεις
μ’ επιχειρήσεις που έχουν σχέση με ρούχα, έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά,
γιατί γέμισε η αγορά από κινέζικο ρουχισμό»·
- ο φαλακρός ψείρες δεν έχει, βλ. λ. ψείρα.