φαλάγγι, το, ουσ. [<αρχ. φαλάγγιον, υποκορ. του ουσ. φάλαγξ],
το φαλάγγι·
-
τους πήραμε φαλάγγι, α. τους τρέψαμε σε άτακτη φυγή και τους
καταδιώξαμε: «μόλις ορμήσαμε όλοι μαζί απάνω τους, τους πήραμε φαλάγγι». (Λαϊκό
τραγούδι: είδα ποιοι είν’ οι συγγενείς, όταν τους είχ’ ανάγκη. Δεν ήρθε
δίπλα μου κανείς. Με πήρανε φαλάγγι).β. (στη γλώσσα
του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους κατατροπώσαμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι
η ομάδα μας, που τους πήραμε φαλάγγι».