φακελάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. φάκελος], το φακελάκι. 1.
χειρόγραφο σημείωμα εξέχοντος συνήθως προσώπου, που υποδεικνύει στον παραλήπτη,
ιδίως σε κάποιον δημόσιο οργανισμό, την άμεση εξυπηρέτηση ή την ευνοϊκή
αντιμετώπιση του κομιστή του: «πήγε στην πολεοδομία με φακελάκι του υπουργού κι
έγινε αμέσως η δουλειά του». Από το ότι το σημείωμα συνήθως εσωκλείεται σε
φακελάκι. Συνών. μπιλιετάκι / χαρτάκι (1). 2. χρηματικό ποσό που
δίνεται κρυφά σε δημόσιο υπάλληλο ή σε γιατρό, ιδίως του δημοσίου, για να
τελειώσει γρηγορότερα ή καλύτερα τη δουλειά μας ή για να μας δώσει σειρά
προτεραιότητας σε μια εξέταση ή σε μια εγχείρηση: «όπως κατάντησαν τα πράγματα
στο δημόσιο, δεν τελειώνεις εύκολα τη δουλειά σου χωρίς φακελάκι || χωρίς φακελάκι
στο γιατρό, ακόμη θα βρισκόταν στο διάδρομο του νοσοκομείου». Από το ότι τα
χρήματα συνήθως εσωκλείονται σε φακελάκι. 2. (στη γλώσσα των ναρκωτικών)
αυτοσχέδιο χάρτινο φακελάκι για τη μεταφορά ή τη διακίνηση της δόσης ναρκωτικής
ουσίας σε σκόνη: «όπως τον κυνηγούσαν, του ’πεσαν τρία φακελάκια και πάει να
τρελαθεί απ’ τη στενοχώρια του»·
-
δίνω φακελάκι, δωροδοκώ, ιδίως υπάλληλο ή γιατρό του δημοσίου, για να μου
τελειώσει γρηγορότερα ή καλύτερα τη δουλειά μου, ή για να μου δώσει σειρά
προτεραιότητας σε μια εξέταση ή σε μια εγχείρηση, του τα χώνω: «αν δεν έδινα
φακελάκι στον υπεύθυνο, ακόμη θα ’τρεχα απ’ το ’να γραφείο στ’ άλλο για τις
σχετικές υπογραφές || έδωσε φακελάκι στο γιατρό και τον εγχείρησε μέσα σε δυο
μέρες»·
-
παίρνω φακελάκι, (για υπαλλήλους ή για γιατρούς του δημοσίου)
δωροδοκούμαι από πολίτη ή από άρρωστο, για να του τελειώσω γρηγορότερα ή
καλύτερα τη δουλειά του ή για να του δώσω προτεραιότητα σε μια εξέταση ή
εγχείρηση, τα πιάνω: «τον συνέλαβαν την ώρα που έπαιρνε το φακελάκι».