φάκα, η,
ουσ. [<τουρκ. fak]. 1. η ποντικοπαγίδα: «έχει γεμίσει το υπόγειο του
σπιτιού του με φάκες, γιατί υπάρχουν πολλά ποντίκια». 2. (γενικά) η
παγίδα: «δεν μπόρεσε να γλιτώσει απ’ τη φάκα της αστυνομίας». 3. (για
γυναίκες) πόρνη κατωτάτης υποστάθμης: «άφησε την τάδε που ήταν απ’ τα καλύτερα
κορίτσια και τα ’φκιαξε μ’ αυτή τη φάκα». Από παρομοίωση του αιδοίου της πόρνης
με την ποντικοπαγίδα. 4. γυναίκα παμπόνηρη, καπάτσα: «πρόσεχε μην σε
ξεγελάσει η τάδε, γιατί είναι μεγάλη φάκα». Ισχύει και για άντρα. 5.
υβριστική προσφώνηση σε γυναίκα: «ουστ από δω, μουρή φάκα!». Ισχύει και για
άντρα·
-
βλέπει το τυρί και δε βλέπει τη φάκα, δεν αντιλαμβάνεται πως του
προσφέρουν κάτι δελεαστικό για να τον παγιδέψουν. Πρβλ.: το τυρί το βλέπεις,
τη φάκα δεν τη βλέπεις; (διαφημιστικό σλόγκαν του Κ.Κ.Ε. κατά της Ενωμένης Ευρώπης
στις ευρωεκλογές του 2004)·
-
έπεσε σαν ποντικός στη φάκα ή έπεσε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
-
έπεσε στη φάκα, βλ. φρ. πιάστηκε στη φάκα·
-
πιάνω στη φάκα (κάποιον), τον παγιδεύω, τον συλλαμβάνω: «τον έπιασε στη
φάκα την ώρα που έβαζε χέρι στο ταμείο». (Λαϊκό τραγούδι: όλο σου ’κανε το
βλάκα, ώσπου σ’ έπιασα στη φάκα και την έπαθες, Μαρίκα· τώρα πια δεν
έχεις γλύκα)·
-
πιάστηκε σαν ποντικός στη φάκα ή πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα, βλ. λ. ποντικός·
- πιάστηκε στη φάκα, α. παγιδεύτηκε και συνελήφθη: «η
αστυνομία ενήργησε βάση σχεδίου κι ο δολοφόνος πιάστηκε στη φάκα». β.
συνελήφθη επ’ αυτοφώρω: «πιάστηκε στη φάκα τη στιγμή που έβαζε χέρι στο ταμείο»·
- στήνω φάκα, στήνω παγίδα: «έστησε φάκα στον ανταγωνιστή του και
του ’φαγε τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μα ο Μπάτης, που ’ναι μάρκα,
σκέφτηκε να στήσει φάκα· να η φακή πούν’ η φακή, εδώ ’ν’ ο ρήγας, ή
εκεί;).