φάιροπ κ.
φάεροπ, το, άκλ. [<αγγλ. fire (=φωτιά) +
up (επάνω)], (στη γλώσσα της αργκό) η αποπομπή, το διώξιμο, ιδίως με βίαιο, με
προσβλητικό τρόπο: «δε θα γλιτώσεις το φάιροπ, αν συνεχίσεις να κάνεις κοπάνα
απ’ τη δουλειά σου»·
-
δώσ’ του φάιροπ! α. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να ξεκινήσει
κάποια ενέργεια, κάποια επιχείρηση: «αφού νομίζεις πως θα πετύχει η δουλειά,
δώσ’ του φάιροπ!». β. προτρεπτική έκφραση σε κάποιον να διώξει, να
απολύσει κάποιον από τη δουλειά του, από την επιχείρησή του: «απ’ τη στιγμή που
αυτός ο άνθρωπος σου δημιουργεί προβλήματα στη δουλειά σου, δώσ’ του φάιροπ, να
ησυχάσεις!». Συνών. δώσ’ του χαβαδάκι(!)·
-
παίρνω φάιροπ, α. με διώχνουν κακήν κακώς από τη δουλειά μου:
«αφού έκανε συνεχώς κοπάνα, πήρε φάιροπ απ’ τη δουλειά του». β. (για
τιμές) αυξάνομαι υπερβολικά, πηγαίνω στα ύψη: «πήραν φάιροπ οι τιμές στην
αγορά»·
-
του δίνω φάιροπ, α. τον επιπλήττω πολύ αυστηρά: «του ’δωσε τέτοιο
φάιροπ ο διευθυντής του για το λάθος που έκανε, που δεν μπόρεσε να πει
κουβέντα». β. τον διώχνω κακήν κακώς από τη δουλειά μου, την επιχείρησή
μου, τον απολύω: «αφού έκανε συνεχώς κοπάνα, του ’δωσα κι εγώ φάιροπ»·
-
τρώω φάιροπ, α. επιπλήττομαι αυστηρότατα: «επειδή άργησα να ’ρθω
το πρωί στη δουλειά μου, έφαγα τέτοιο φάιροπ απ’ το διευθυντή μου, που δεν
άνοιξα καν το στόμα μου». β. με διώχνουν κακήν κακώς από τη δουλειά μου,
με απολύουν: «όποιος απ’ τους εργάτες δεν ακολουθεί πιστά τις οδηγίες της διεύθυνσης,
τρώει αμέσως φάιροπ απ’ το εργοστάσιο».